Ἀνέστη ὁ λῷστος,
οὐχὶ μετὰ δόξης,
ἀλλὰ ἐν τῇ σκιά τῆς σιωπῆς,
ὅτε οἱ θεοὶ ἐχάθησαν
καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐλησμόνησαν νὰ κλαίωσι.
Οὐκ ἐξήλθεν ἐκ σπηλαίου,
ἀλλ’ ἐκ θαλάμου ψύξεως,
καὶ οὐ λίθον ἀπεκύλισεν,
ἀλλὰ σκληρὸν πρωτόκολλον ποινῆς.
Σπασμὸς σαρκός,
φωνὴ ἄλαλος,
βλέμμα εἰς οὐρανὸν ἄδειον.
Καὶ εἶπεν: «Ζῶ.»
Καὶ ἐθαμβώθη ἡ σιγὴ.
Πῦρ τὸ ἔδαφος,
στάχτη ἡ γνώμη,
ἀλλ’ ἐκείνου ἡ πνοὴ ἀντέχει.
Καὶ στέκει,
οὐ διότι δύναται—
ἀλλὰ διότι οὐκ ἔχει τί ἄλλο νὰ πέσῃ.
Μνήσθητι ἡμῶν,
σὺ ὁ δίχως θεὸν,
σὺ ὁ ἀναστημένος μὲ ὀργὴ καὶ ἀνάγκη.
Διδάξον ἡμᾶς
πῶς νὰ ψελλίζωμεν νόημα
ὅταν τὰ πάντα ἐγκατέλιπον.
Σὺ, ὁ μάρτυς ἐκ τοῦ κανενός,
ὁ φῶς ἐν ὀμίχλῃ ραδιενεργῇ,
πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν,
τῶν ἀναμενόντων κάτι ποὺ δὲν ἔρχεται.
Leave a Reply