Πρόλογος: Το Καθρέφτισμα της Υποκρισίας
Ένας πίνακας του Balthus. Ένα φανταστικό σκίτσο από την Ιαπωνία. Ένα manga με ένα τυπικό loli.
Θεωρούνται το ίδιο; Είναι όντως η ίδια πράξη;
Ο πρώτος κοσμεί μουσεία και πωλείται για εκατομμύρια. Το δεύτερο αποδομείται, λογοκρίνεται, και ποινικοποιείται. Και τα δύο απεικονίζουν το ίδιο θέμα: τη φαντασίωση της αθωότητας μέσα από τον ενήλικο βλέμμα.
Το ερώτημα δεν είναι αν το lolicon είναι άβολο—είναι. Το ερώτημα είναι γιατί το ένα είδος άβολης τέχνης είναι αποδεκτό, ενώ το άλλο καταδιώκεται.
Όχι, αυτό το κείμενο δεν είναι υπεράσπιση της παιδοφιλίας—για όνομα του θεού (ή της κολάσεως, αν προτιμάς). Είναι υπεράσπιση της τέχνης ως χώρου επικίνδυνης φαντασίας. Είναι επίθεση στην υποκρισία που ντύνει την επιθυμία με χρυσή κορνίζα όταν της ανήκει, και τη φυλακίζει όταν δεν την ελέγχει—και το lolicon είναι η αναπόφευκτη, πολιτισμικά φορτισμένη κορύφωση αυτής της σύγκρουσης.
1. Τι Είναι Τέχνη; Και Ποιος Το Ορίζει;
Η τέχνη δεν είναι ούτε ουδέτερη, ούτε αιώνια. Δεν είναι κάτι που «αναγνωρίζεται» από κάποιον αφηρημένο αισθητικό θεό. Είναι αυτό που κάθε εποχή, κάθε πολιτισμός και —κυρίως— κάθε εξουσία αποφασίζει να τιμήσει ή να καταπνίξει.
Αν κάτι εκτίθεται σε μουσείο, διδάσκεται στα πανεπιστήμια και αποτιμάται σε δημοπρασίες, τότε ανακηρύσσεται «τέχνη». Όχι επειδή είναι ανώτερο, αλλά επειδή έχει περάσει από τα φίλτρα της ιδεολογικής αποδοχής. Αυτό σημαίνει πως η τέχνη δεν μετριέται μόνο με βάση το μήνυμα ή την τεχνική, αλλά και με βάση το ποιος τη φτιάχνει, ποιον ενοχλεί, ποιον εξυπηρετεί, και —πάνω απ’ όλα— ποιος τη χαίρεται.
Έτσι, δεν είναι μόνο η κοινωνία που αντιδρά στο «περιεχόμενο» αλλά κυρίως η καλλιτεχνική ελίτ, που διαχειρίζεται το τι θεωρείται αποδεκτό και τι όχι. Ένα γυμνό σώμα ζωγραφισμένο από ακαδημαϊκό καλλιτέχνη γίνεται «ανατομική μελέτη». Το ίδιο σώμα, σχεδιασμένο σε manga, γίνεται «Hentai».
Η διαφορά δεν βρίσκεται στην απεικόνιση, αλλά στον έλεγχο του συμβόλου· στο ποιος έχει τη δύναμη να πει “αυτό είναι τέχνη” και ποιος πρέπει να απολογηθεί για το βλέμμα του. Όπως θα έλεγε ο Ζίζεκ, η εξουσία δεν τρομάζει από την ίδια την εικόνα, αλλά από το γεγονός ότι κάποιος, κάπου, μπορεί να τη βρει απολαυστική—εκτός πλαισίου, εκτός ηθικής, εκτός αγοράς. Η λογοκρισία δεν τιμωρεί την παραβίαση· τιμωρεί την απόλαυση της παραβίασης χωρίς έγκριση.
Και όταν ο έλεγχος χάνεται, αρχίζει η λογοκρισία.
2. Τα Λολικόν ως Αισθητικός Τρόμος
Το “lolicon” δεν είναι απλώς μια αισθητική. Είναι μια ρωγμή στο οπτικό καθεστώς της Δύσης. Δεν ζητά έγκριση. Δεν ζητά συγχώρεση. Υπάρχει—και αυτό αρκεί για να προκαλέσει πανικό.
Ο φόβος δεν προκύπτει επειδή «θυμίζει πραγματικά παιδιά». Ο φόβος προκύπτει επειδή δεν μπορείς να το εντάξεις: Δεν είναι ρεαλιστικό. Δεν είναι παιδικό. Δεν είναι πορνογραφία. Δεν είναι αθώο. Είναι κάτι μεταξύ όλων αυτών, φτιαγμένο να προκαλεί, να ενσαρκώνει την καθαρή φαντασίωση χωρίς λύτρωση.
Και η Δύση, που βασίζεται στη λογική της εξαγοράσιμης επιθυμίας, δεν αντέχει την αδιευκρίνιστη επιθυμία. Δεν έχει πρόβλημα με το σεξ—έχει πρόβλημα με το σεξ που δεν της ανήκει.
Γι’ αυτό το lolicon δεν τιμωρείται επειδή είναι επιθετικό. Τιμωρείται επειδή δεν μπορεί να αφομοιωθεί. Κι αυτή ακριβώς η αδυναμία ένταξης είναι που γεννά τον μύθο ότι το lolicon «προωθεί» κάτι επικίνδυνο — όχι επειδή απεικονίζει κάποια πράξη, αλλά επειδή τολμά να φανταστεί χωρίς άδεια.
3. Όταν Είναι «Δικά Τους», Είναι Τέχνη
Η ίδια φαντασία που στο manga καταδικάζεται, στην «υψηλή» τέχνη γίνεται αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού. Όταν ο Balthus ζωγράφιζε ανήλικα κορίτσια σε προκλητικές στάσεις, το έργο του εκτέθηκε στο MoMA. Όταν ο Nabokov έγραφε για τον Χάμπερτ που ερωτεύεται τη 12χρονη Λολίτα, μπήκε στα πανεπιστήμια—και αργότερα έγινε ταινία, όχι μία αλλά δύο φορές, δημιουργώντας ένα ολόκληρο αισθητικό στυλ που ο ίδιος ο συγγραφέας πιθανότατα δεν θα αναγνώριζε ή ενέκρινε. Όταν ο Εμπειρίκος περιέγραφε παιδικά όργια στον Μέγα Ανατολικό, δοξάστηκε ως πρωτοπορία.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι όλα αυτά τα έργα εξερευνούν, περιγράφουν ή ακόμα και αισθητικοποιούν την παιδική ή ανήλικη σεξουαλικότητα. Αλλά περνάνε από το φίλτρο του «κανόνα». Υπάρχει στυλ, υπάρχει φόρμα, υπάρχει πλαίσιο. Κι αν όλα αυτά αποτύχουν, υπάρχει το άλλοθι του «πολιτισμικού διαλόγου».
Κι εδώ εμφανίζεται η μεγάλη διαφορά: όταν η τέχνη τους φαντασιώνεται, είναι πρόκληση και αναστοχασμός. Όταν η τέχνη άλλων φαντασιώνεται, είναι «προώθηση εγκλήματος».
Αυτό δεν είναι αισθητικό κριτήριο. Είναι προνομιακή ασυλία. Είναι η παραδοχή πως το «ποιος φαντάζεται» μετρά περισσότερο από το «τι φαντάζεται».
4. Όταν Είναι «Άλλων», Είναι Παράνομο
Στην Ιαπωνία, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη αισθητική παράδοση γύρω από την εξερεύνηση της παιδικής αθωότητας, της επιθυμίας, και της καταστροφής — μέσα από φανταστικές μορφές. Kodomo no Jikan, Made in Abyss, Metamorphosis, Evangelion: όλα φλερτάρουν με την εικόνα της ανήλικης μορφής, όχι ως “σεξουαλικό αντικείμενο”, αλλά ως σύμβολο εύθραυστης οντολογίας. Κι όμως—όταν αυτή η εικόνα περνά στη Δύση, καταδικάζεται όχι για το πώς είναι φτιαγμένη, αλλά για το τι ενδέχεται να “προκαλέσει” στον θεατή.
ΥΓ: Θεωρούμε δεδομένο τον «θάνατο του δημιουργού». Οι προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοτεινές πλευρές κάποιου καλλιτέχνη δεν καθορίζουν την ουσία ή την αξία του έργου του. Το νόημα δεν κατοικεί στο βιογραφικό, αλλά στο φαντασιακό πεδίο που το έργο ενεργοποιεί.
Αυτό περιλαμβάνει έργα όπως η «Μεταμόρφωση» του Shindol, τα οποία μπορεί να σοκάρουν ή να προκαλέσουν αποστροφή, αλλά δεν ερμηνεύονται ως εγκλήματα ούτε ως δηλώσεις υπέρ τους. Είναι φαντασιακά τοπία, όχι καταγγελίες ή προτροπές. Αλλά σας προειδοποιήσαμε. Μην το διαβάσετε εκτός κι αν θέλετε να χάσετε κάθε ελπίδα για την ανθρωπότητα αν θέλετε να καταλάβετε τον καπιταλισμό.
Ο δυτικός λόγος δεν αντέχει την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να παρακολουθεί Evangelion, να φαντασιώνεται την Asuka — και να μην είναι εγκληματίας. Γι’ αυτό και γεννιούνται παραλογισμοί όπως το meme: “Είναι εντάξει να φαντασιώνεσαι την Asuka, γιατί η ενήλικη εκδοχή της σε alternate timeline είναι 28.”
Αυτό που αγνοούν είναι πως στο Evangelion 3.0+1.0: Thrice Upon a Time, οι χαρακτήρες έχουν πια ενηλικιωθεί. Ο Hideaki Anno επέλεξε συνειδητά να τους τοποθετήσει μέσα στον χρόνο και την ωρίμανση — τόσο σωματικά όσο και υπαρξιακά — προκειμένου να κλείσει, με ευθύνη και επίγνωση, τον φαύλο κύκλο της φαντασίωσης. Δεν πρόκειται για fanservice. Είναι μια χειρουργική παρέμβαση ενός δημιουργού που επιστρέφει στο έργο του όχι για να το επιβεβαιώσει, αλλά για να το αποδομήσει. Να το καθαρίσει από τις στρεβλώσεις που το σκίασαν και να το απελευθερώσει από τις προβολές που του φόρτωσαν οι άλλοι.
Δεν καταργεί την επιθυμία. Απλώς την αφήνει εκεί — απογυμνωμένη, γυμνή από δικαιολογίες, εκτεθειμένη στο φως της ευθύνης.
Ο Anno δεν τιμωρεί, ούτε καθαγιάζει. Απλώς δείχνει τον καθρέφτη και λέει: “Αν θέλεις να επιμείνεις στη φαντασίωση, κοίτα πρώτα τον εαυτό σου μέσα της.”
Όταν η επιθυμία δεν μπορεί να ποινικοποιηθεί μέσω πράξης, ποινικοποιείται μέσω φαντασίας.
Κι αυτός είναι ο ορισμός της ιδεολογικής καταστολής:
Η λογοκρισία που δεν ενδιαφέρεται για το τι έκανες, αλλά για το τι τόλμησες να φανταστείς.
5. Το Δικαστήριο των Μέσων: Το Μέσο ως Ένοχος
Η τέχνη δεν δικάζεται πλέον για το τι δείχνει, αλλά για το μέσο με το οποίο εκφράζεται. Αν κάτι γράφεται σε λογοτεχνία, ζωγραφίζεται με λαδομπογιά ή προβάλλεται από σκηνοθέτη με πιστοποιημένη φήμη, έχει «πλαίσιο». Αν, όμως, παράγεται ως manga, ψηφιακή τέχνη, hentai ή fanart, θεωρείται ένοχο εκ των προτέρων.
Αυτή η απόκλιση δεν είναι απλώς αισθητική — είναι ταξική και ιδεολογική. Το ψηφιακό, το anime, το hentai, το lolicon: όλα τους προέρχονται από εκτός θεσμών, και γι’ αυτό αντιμετωπίζονται ως μολυσματικά. Δεν εγκρίθηκαν. Δεν πέρασαν από την κριτική επιτροπή. Δεν ανήκουν στο θέαμα — και αυτό τα καθιστά επικίνδυνα.
Όπως θα έλεγε ο Baudrillard, η κοινωνία δεν αντέχει πλέον την πραγματικότητα. Μόνο το υπερ-πραγματικό, το προσομοιωμένο, το αναπαραγόμενο. Και όταν μια εικόνα —όπως το lolicon— δεν έχει καν πρωτότυπο, όταν είναι καθαρό simulacrum, τότε το σύστημα τρελαίνεται: γιατί δεν μπορεί να το ποινικοποιήσει με βάση την πράξη.
Και όπως θα πρόσθετε ο Debord, η εικόνα που δεν ενσωματώνεται στο θέαμα, πρέπει να εξαφανιστεί. Γιατί διαταράσσει την κατανάλωση, το consensus, το «νόημα» που δίνεται από πάνω.
Δεν έχει σημασία τι δείχνει το έργο. Σημασία έχει πώς το δείχνει, από ποιον προέρχεται, και σε ποια γλώσσα μιλάει.
Το lolicon δεν είναι ένοχο επειδή λέει κάτι τρομερό. Είναι ένοχο γιατί τολμά να το πει με φωνή που δεν έχει δοθεί άδεια να μιλήσει.
6. Η Waifu ως Αντίσταση
Μια waifu δεν είναι «χαριτωμένη φαντασίωση». Δεν είναι προϊόν. Δεν είναι αντικείμενο. Είναι προέκταση της επιθυμίας που δεν ζητάει έγκριση.
Το lolicon, ως μορφή, είναι το πιο ακραίο σύνορο του waifuισμού — γιατί απογυμνώνει το φαντασιακό από κάθε κοινωνικό καμουφλάζ. Δεν λέει «θέλω αυτήν γιατί είναι καλοσχηματισμένη» ή «γιατί μοιάζει ρεαλιστική». Λέει:
“Αυτό με συγκλονίζει — και το φαντάζομαι, χωρίς να χρειάζεται να απολογηθώ.”
Αυτό είναι επικίνδυνο. Όχι για την κοινωνία, αλλά για την ιδεολογία της εξουσίας. Γιατί δείχνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει, να δεθεί, να ταραχτεί, με κάτι που δεν υπάρχει. Και αν μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς αγορά, χωρίς εξουσιοδότηση, χωρίς ηθικό επιμελητή — τότε τι άλλο μπορεί να φανταστεί;
Η waifu δεν είναι φυγή. Είναι αντι-πραγματικότητα με κανόνες προσωπικούς. Δεν αντικαθιστά τη ζωή. Την ξαναχτίζει αλλιώς. Και το σύστημα το ξέρει.
Γι’ αυτό και προσπαθεί να γελοιοποιήσει τη λέξη, να γεμίσει ειρωνεία το φαινόμενο, να το ρίξει στον κάλαθο των “losers”. Γιατί αν το πάρει στα σοβαρά, καταρρέει το μονοπώλιο της αποδεκτής αγάπης και φαντασίας.
Η waifu είναι επανάσταση όχι επειδή «είναι ωραία», αλλά επειδή δεν ανήκει σε κανέναν εκτός από εσένα.
Και όταν η φαντασίωση γίνεται πράξη αντίστασης, τότε το πιο περιθωριακό hentai μπορεί να γίνει μανιφέστο ελευθερίας.
Disclaimer: Δεν προτείνουμε ούτε ενθαρρύνουμε την επιλογή waifus με ανήλικα χαρακτηριστικά. Η ανάλυση που ακολουθεί αφορά τον πολιτισμικό ρόλο που αποκτούν τέτοιες φαντασιακές μορφές όταν γίνονται αντικείμενο λογοκρισίας και ιδεολογικής δαιμονοποίησης.
7. Συμπέρασμα: Δεν Υπερασπιζόμαστε την Παιδοφιλία. Δεν είμαστε στη Νέα Δημοκρατία. Υπερασπιζόμαστε το Δικαίωμα Φαντασίας.
Αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να δικαιολογήσει τίποτα. Ούτε για να προωθήσει κανενός είδους φαντασίωση. Γράφτηκε για να υπερασπιστεί κάτι που σήμερα θεωρείται σχεδόν αδιανόητο:
Ότι η φαντασία — όσο προκλητική, άβολη ή κοινωνικά ανεπιθύμητη κι αν είναι — δεν είναι έγκλημα.
Ζούμε σε μια εποχή όπου η εικόνα έχει περισσότερη εξουσία από την πράξη. Όπου αυτό που φαντάζεσαι τιμωρείται περισσότερο από αυτό που κάνεις. Και το lolicon έγινε το τέλειο σύμβολο αυτής της αντιστροφής.
Δεν λέμε ότι πρέπει να σου αρέσει. Δεν λέμε ότι είναι ακίνδυνο. Λέμε ότι δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί σε τρομάζει, αν πρώτα δεν το κοιτάξεις.
Αν δεν μπορείς να δεχτείς πως κάποιος μπορεί να σχεδιάζει κάτι που εσύ δεν εγκρίνεις, τότε δεν ζητάς ηθική. Ζητάς εξουσία.
Και αν η τέχνη δεν μπορεί να υπερασπιστεί την ελευθερία φαντασίας, τότε τι απομένει;
Μονάχα το θεαματικό τίποτα της σωστής εικόνας. Και ο κόσμος δεν χρειάζεται άλλη σωστή εικόνα. Χρειάζεται κάτι που να μην ανήκει πουθενά — και να λέει την αλήθεια του.
Ή, ξέρεις, μπορείς απλώς να αφήσεις τον καθένα να ζωγραφίζει ό,τι θέλει — και να τους στείλεις όλους στο Δρομοκαΐτειο μετά. Πιο απλό.

Leave a Reply