Εισαγωγή
Υπάρχει μια παράξενη κόπωση που σε διαπερνά όταν βλέπεις την ανακοίνωση του Final Destination: Bloodlines. Όχι επειδή ξαναγίνεται το ίδιο πράγμα. Αλλά επειδή δεν γίνεται τίποτα άλλο. Ο θάνατος, σε αυτή τη νέα κινηματογραφική πραγματικότητα, δεν είναι ούτε υπαρξιακός ούτε καν τρομακτικός. Είναι προκαθορισμένος, προβλέψιμος, γυαλιστερός και ασφαλής. Ένας αλγόριθμος με αίμα και slow-motion.
Δεν είναι μόνο ότι η φαντασία έχει στερέψει. Είναι ότι ολόκληρος ο μηχανισμός παραγωγής κουλτούρας έχει μετατραπεί σε γραφείο τελετών, ανασταίνοντας franchises που κανείς δεν ζήτησε και κανείς δεν χρειάζεται. Όχι για να ειπωθούν νέες ιστορίες, αλλά για να ανακυκλωθούν τα απομεινάρια μιας εποχής που είχε ακόμα τη δύναμη να φαντάζεται.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή ζούμε σε μια πολιτισμική γεροντοκρατία. Όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην κουλτούρα. Οι παλιοί δεν αποχωρούν. Οι σκηνές είναι κατειλημμένες. Οι ίδιες φωνές, τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια αφηγήματα επαναλαμβάνονται. Το νέο δεν είναι απλώς ρίσκο — είναι απειλή. Και όσο τα στούντιο, τα φεστιβάλ, τα media παραμένουν κλειστά σε κάθε αυθεντική ρήξη, τόσο περισσότερο η φαντασία ανακυκλώνει τα δικά της απολιθώματα.
Έτσι, η «νεανική κουλτούρα» καταλήγει παγιδευμένη σε καρικατούρες, σε ειρωνικά memes και αυτοκαταστροφικά loops. Όχι γιατί οι νέοι δεν έχουν τίποτα να πουν — αλλά γιατί δεν τους αφήνουν χώρο να δημιουργήσουν. Και όσο αυτό το loop συνεχίζεται, τόσο ο κόσμος κοιτάζει όλο και πιο πίσω. Με φίλτρα. Με ρετουσάρισμα. Με νοσταλγία-προϊόν.
Και όταν το μέλλον κλειδώνει, ο νους αρχίζει να επιθυμεί κατάρρευση. Όχι για εκδίκηση. Για χώρο. Για να μπορεί κάτι νέο να ξανααναπνεύσει. Γι’ αυτό ολοένα και περισσότεροι — ασυνείδητα ή συνειδητά — εύχονται το σοκ: το grid collapse, τον νέο Μεγάλο Πόλεμο, τη Μεγάλη Διακοπή. Όχι επειδή θέλουν τον πόνο. Αλλά γιατί μόνο έτσι αδειάζει η σκηνή.
Το παρόν άρθρο είναι ένας αποχαιρετισμός. Όχι με δάκρυα, αλλά με ειρωνεία. Μια αυτοψία της μυθοπλασίας την ώρα που πεθαίνει, χαμογελώντας σαν Gremlin στο κατάστρωμα του Τιτανικού.
Και έτσι, καθώς ο κόσμος καίγεται, τα στούντιο συνεχίζουν να πουλάνε εισιτήρια για την ίδια ταινία, ξανά και ξανά. Και το κοινό; Κάθεται. Βλέπει. Χειροκροτεί στο τέλος. Ή φέρνει κότες — όπως στο Minecraft. Γιατί όχι;
Το παρόν άρθρο είναι ένας αποχαιρετισμός. Όχι με δάκρυα, αλλά με ειρωνεία. Μια αυτοψία της μυθοπλασίας την ώρα που πεθαίνει, χαμογελώντας σαν Gremlin στο κατάστρωμα του Τιτανικού.
Final Destination 6: Το franchise που αρνείται να πεθάνει
Το Final Destination: Bloodlines (2025) δεν είναι ακριβώς ταινία. Είναι ένδειξη. Σαν τον ήχο του μόνιτορ όταν σταματά η καρδιά. Δεν υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει ιδέα. Μόνο η επανάληψη ενός παλιού μοτίβου: κάποιος έχει ένα όραμα, αποφεύγει τον θάνατο, αλλά ο θάνατος επιστρέφει με τη μανία λογιστή που δεν του βγαίνουν τα νούμερα.
Δεν είναι remake. Δεν είναι reboot. Δεν είναι ούτε sequel με νόημα. Είναι η ίδια ιστορία, σε άλλη χρονιά. Η σειρά δεν έχει χαρακτήρες, δεν έχει σύμπαν, δεν έχει θεματική. Έχει φόρμουλα. Και γι’ αυτό ακριβώς συνεχίζει: γιατί σε έναν κόσμο που φοβάται το νέο, η επανάληψη προσφέρει παρηγοριά. Το ίδιο θάνατο, αλλά σε 4K.
Το ίδιο το franchise λειτουργεί σαν πολιτισμικό σύμπτωμα: το storytelling που ξεψυχά, αλλά αρνείται να δηλωθεί νεκρό. Η επαναληψιμότητα γίνεται ύφος. Η απουσία ελπίδας γίνεται εφέ. Και η κουλτούρα; Την καταπίνει με την όρεξη που κάποτε κρατούσε για επανάσταση.
Κι αν αυτό θεωρείται “ασφαλές στοίχημα”, τότε το πρόβλημα δεν είναι ότι η φαντασία δεν υπάρχει. Είναι ότι της έχουν κλειδώσει την πόρτα. Το γιατί, θα το δούμε αμέσως μετά.
Το Τέλος της Δημιουργικότητας
Η φαντασία δεν πέθανε απότομα. Απλώς σταμάτησε να πουλάει. Και τότε, σαν καλός υπάλληλος της αγοράς, άρχισε να εργάζεται υπερωρίες στον τομέα της ανακύκλωσης. Κάθε στούντιο έχει γίνει μικρή βιοτεχνία IP-νεκρομαντείας. Ξεθάβει παλιούς τίτλους, φουσκώνει παλιές φιγούρες με CGI, ρίχνει ένα «σκοτεινό» φίλτρο για ξεκάρφωμα, και τους σερβίρει ξανά. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη δημιουργίας, μόνο ανάγκη απόδοσης επένδυσης.
Κι έτσι, γεννιούνται συνεχώς sequels, prequels, spinoffs, multiverses, legacy characters, reimaginings και rebooted bootlegs. Όχι επειδή υπάρχει ιστορία να ειπωθεί, αλλά επειδή το ρίσκο έχει απαγορευτεί. Η πρωτοτυπία θεωρείται επικίνδυνη. Η συνήθεια είναι το νέο όραμα.
Τα στούντιο δεν αναρωτιούνται τι έχει να πει μια ιστορία. Αναρωτιούνται τι αναγνωρίζει ο θεατής. Το ζητούμενο δεν είναι η πρόκληση, είναι η ανακούφιση. Να πεις: «Α, το ξέρω αυτό», και να πατήσεις play. Όχι για να δεις τι θα γίνει. Αλλά για να νιώσεις ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Η κουλτούρα μας έχει γίνει ψηφιακό παρηγορητήριο. Δεν κοιτάζει μπροστά. Κοιτάζει προς τα πίσω. Με φίλτρα. Και πίσω από τα φίλτρα, βλέπει ό,τι θυμάται πως υπήρξε — όχι όπως ήταν, αλλά όπως πουλήθηκε.
Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της διαδικασίας ήταν το Gremlins. Και ειρωνικά, είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο παράδειγμα αντίστασης μέσα στο ίδιο το σύστημα.
Gremlins (1984): Όταν ο Κινηματογράφος Ψιθύριζε την Αλήθεια
Το Gremlins μπορεί να μοιάζει με ένα χαριτωμένο εορταστικό χάος, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια από τις πιο καλοκρυμμένες πολιτικές βόμβες του αμερικανικού κινηματογράφου. Όσα παρουσιάζει, όσα καταστρέφει και όσα αφήνει στη σιωπή, αξίζουν προσοχή σκηνή προς σκηνή. Παρακάτω αναλύουμε τις κομβικές στιγμές που ξεγυμνώνουν την αμερικανική ιδεολογία, τη φαντασίωση της κανονικότητας και τον μηχανισμό της κουλτούρας ως καπιταλιστικό εργαλείο.
Και τα ίδια τα Gremlins; Δεν είναι απλώς τέρατα. Είναι το ίδιο το κεφάλαιο όταν ξεφεύγει από τα όρια. Είναι ο καπιταλισμός χωρίς ρυθμιστικό μηχανισμό. Έρχονται κρυφά, διαταράσσουν την καθημερινότητα, καταναλώνουν και καταστρέφουν με τον ίδιο ρυθμό και γελούν πάνω από τα απομεινάρια. Είναι το τέλειο σύμβολο της δύναμης που καταναλώνει ό,τι αγγίζει — και τελικά καταναλώνει και τον εαυτό της.
Το Gremlins δεν ήταν απλώς σχόλιο για την εποχή του. Ήταν προειδοποίηση για το τι συμβαίνει όταν ο καπιταλιστικός πολιτισμός δεν μπορεί πια να φανταστεί άλλο δρόμο. Όταν το χάος γίνεται θέαμα, όταν η ανακύκλωση του ίδιου γίνεται τρόπος ύπαρξης. Αν σήμερα ζούμε σε βρόχο ανακύκλωσης, το Gremlins το είχε ήδη ψιθυρίσει μέσα από το γέλιο των τεράτων του.
Η τεχνολογία που αποτυγχάνει – και η απάτη της επιχειρηματικότητας
Η τεχνολογία δεν λειτουργεί. Η κουζίνα, το μπάνιο, το τηλέφωνο — όλα είναι παραδείγματα καπιταλιστικής υπόσχεσης που αποτυγχάνει στην ίδια την καθημερινότητα.
Ο πατέρας του πρωταγωνιστή, πουλάει οδοντόβουρτσες με αυτόματο σαπούνι, εφευρέσεις που δεν κάνουν τη ζωή ευκολότερη — απλώς παράγουν απογοήτευση.
Αλλά το μόνο που προσφέρει είναι δυσλειτουργικά gadgets — και οικογενειακή απογοήτευση.
Η ταινία δεν του αρνείται το λόγο. Δεν τον εξαφανίζει. Το Gremlins τον αφήνει να συνεχίζει — όχι για να πετύχει, αλλά για να αναδειχθεί το μάταιο της εμμονής του.
Δεν είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας. Είναι το προϊόν μιας εποχής που θέλει να πουλήσει μέλλον — και πουλάει μόνο πλαστική αποτυχία.
Η αστυνομία ως άχρηστη δύναμη
Η αστυνομία εμφανίζεται μόνο όταν όλα έχουν ήδη πάει στραβά.
Όταν έρχεται το χάος, οι αστυνομικοί γελάνε. Φοβούνται. Δεν παρεμβαίνουν.
Και γιατί να το κάνουν; Δεν έχουν ρόλο. Δεν υπηρετούν την κοινωνία. Υπηρετούν τη σταθερότητα. Τη μορφή του κόσμου όπως ήταν. Όχι τη ζωή όπως είναι.
Το Gremlins δεν γελοιοποιεί μόνο την αστυνομία. Τη δείχνει για αυτό που είναι: υπηρέτες ενός κόσμου που έχει ήδη τελειώσει, αλλά δεν το ξέρει ακόμα.
Η κατάρρευση των τραπεζών – Καπιταλισμός που τρώει τον εαυτό του
Η πρώτη μεγάλη απώλεια στην ταινία δεν είναι ένας ήρωας. Είναι η τραπεζικός σύμβουλος. Η καρικατούρα του νεοφιλελεύθερου «τα καταφέρνω μόνη μου» που πετάει φτωχούς ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους — και καταλήγει να εκτινάσσεται απ’ το παράθυρο.
Η ειρωνεία δεν είναι απλώς σκηνοθετική. Είναι πολιτική. Όταν ο καπιταλισμός ξεφεύγει από κάθε έλεγχο — όταν τα Gremlins τού δοθούν χωρίς όρια — οι πρώτοι που θα φαγωθούν είναι τα ίδια του τα σύμβολα.
Όπως το 2008, όπου οι τράπεζες κατέρρευσαν όχι από επίθεση εχθρών, αλλά από την ίδια τους την απληστία.
Ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται αντίπαλο για να καταρρεύσει. Αρκεί να του αφαιρέσεις κάθε φραγμό.
Τα Gremlins ως ο ίδιος ο Καπιταλισμός
Τα Gremlins δεν είναι απλώς τέρατα. Δεν είναι ξένα. Δεν έρχονται από αλλού. Είναι εδώ — ήδη.
Είναι οι ίδιες οι καταναλωτικές φαντασιώσεις που γίνονται αχόρταγες, ορμητικές, γελοίες.
Παίρνουν αυτό που έχεις — και το διαστρεβλώνουν. Δεν επιβάλλουν χάος. Επιδιορθώνουν την τάξη με όρους σαδιστικής απομίμησης.
Παίζουν μπάσκετ, βλέπουν τηλεόραση, πίνουν μπύρα. Δεν καταστρέφουν τον πολιτισμό — τον αναπαράγουν μέχρι θανάτου.
Ο κόσμος τους είναι σαν μια αμερικανική διαφήμιση που παίζει για πάντα σε λούπα, μόνο που αυτή τη φορά… έχει δόντια.
Μια διαστροφή του It’s a Wonderful Life
Αν το «It’s a Wonderful Life» είναι η φαντασίωση ότι ο κόσμος θα γινόταν χειρότερος χωρίς εσένα, τότε το Gremlins είναι το αντίστροφο:
Ο κόσμος ίσως να ήταν καλύτερος χωρίς εσένα — ειδικά αν είσαι τραπεζίτης, αστυνομικός ή μεσίτης.
Η δομή του χωριού θυμίζει το Bedford Falls του Capra, αλλά μεταλλάσσεται. Οι φιγούρες δεν είναι πλέον αγνοί εργάτες με κοινότητες, αλλά διαστρεβλωμένα τοτέμ της νεοφιλελεύθερης Αμερικής.
Ο ρομαντισμός του ’40 γίνεται υστερική καταναλωτική παράνοια των ‘80s.
Κι αν στο τέλος του Wonderful Life γιορτάζεται η δύναμη της κοινότητας, στο Gremlins αυτή διαλύεται από τις ίδιες τις αντιφάσεις της.
Η κατάρρευση του παραδοσιακού νοικοκυριού και η μητέρα που πολεμά μόνη
Σε μια απρόσμενη σκηνή, η μητέρα του Billy γίνεται ξαφνικά ηρωίδα slasher. Μέσα στην κουζίνα, με κουτάλες και μπλέντερ, εξολοθρεύει Gremlins με ψυχραιμία και φρίκη μαζί.
Είναι μόνη της. Δεν υπάρχει σύζυγος. Ο πατέρας είναι απών, ταξιδεύει, είναι αστείος, γραφικός και τελείως άχρηστος.
Το πυρηνικό μοντέλο οικογένειας της μεταπολεμικής Αμερικής έχει καταρρεύσει — όχι επειδή ήρθε κάποιο εξωτερικό τέρας, αλλά γιατί ήταν ήδη σαθρό.
Η γυναίκα μένει να υπερασπιστεί το σπίτι, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Και παρ’ όλα αυτά, το κάνει.
Το παρεξηγημένο κοινό και το troll της συνέχειας
Το κοινό του πρώτου Gremlins δεν κατάλαβε τίποτα. Είδε μόνο τον Γκίζμο, το γλυκούλι.
Δεν πρόσεξε ούτε την τράπεζα, ούτε την αστυνομία, ούτε τη μητέρα με το μπλέντερ.
Και έτσι, όταν ο Joe Dante γύρισε το Gremlins 2, πήρε εκδίκηση.
Δεν έκανε απλώς σίκουελ — έκανε τρολάρισμα πριν γίνει μεηνστρημ.
Διαλύει τους κανόνες της αφήγησης. Σπάει τον τέταρτο τοίχο. Οι χαρακτήρες αναγνωρίζουν πως είναι σε ταινία.
Ο ίδιος ο Hulk Hogan τους ζητά να συνεχίσουν το έργο.
Δεν υπάρχει πλοκή. Δεν υπάρχει εξέλιξη. Υπάρχει μόνο ο καθρέφτης προς το κοινό:
“Θέλετε συνέχειες; Θέλετε το ίδιο πράγμα; Ορίστε. Να το φάτε όλο.”
Αυτό το είδος πολιτισμικού σαμποτάζ — σπάνιο και άγριο — είναι το αποκορύφωμα μιας εποχής που ακόμα είχε περιθώρια να παίζει.
Ο Ανατολικός Λόγος και η αποικιοποίηση του Άλλου
Το mogwai έρχεται από την Ανατολή.
Ο κινέζος καταστηματάρχης προειδοποιεί: υπάρχουν κανόνες, υπάρχει ευθύνη.
Αλλά ο πατέρας του Billy — ο Αμερικανός εφευρέτης, ο μικρομεσαίος καπιταλιστής — αδιαφορεί.
Το φέρνει σπίτι. Προσπαθεί να το κάνει «δικό του». Να το εμπορευματοποιήσει.
Και κάπου εκεί, ξεκινά ο εφιάλτης.
Το Gremlins διαβάζεται και ως μεταφορά αποικιοκρατίας:
Η αρπαγή του Άλλου, η αφομοίωσή του στο δυτικό φαντασιακό, και τελικά η μετατροπή του σε εφιάλτη.
Η ίδια λογική που αποικιοποίησε πολιτισμούς, μετέτρεψε πνευματικά αντικείμενα σε καταναλωτικά προϊόντα — και οδήγησε σε πολιτισμικό χάος.
Είναι, με άλλα λόγια, ο ίδιος ο καπιταλισμός ως gremlin.
Gremlins 2: Μετα-παρωδία ως εξέγερση
Το Gremlins 2: The New Batch δεν είναι απλώς σίκουελ. Είναι πολιτισμικό σαμποτάζ.
Ο Joe Dante επιστρέφει όχι για να συνεχίσει την ιστορία, αλλά για να την καταστρέψει.
Ξέρει πως το κοινό δεν κατάλαβε τίποτα από την πρώτη ταινία.
Ούτε την τράπεζα, ούτε το αίμα, ούτε τη σάτιρα. Είδαν μόνο τον Γκίζμο.
Έτσι, το δεύτερο Gremlins δεν είναι παραβολή. Είναι μανιφέστο.
Μανιφέστο που γελάει, ουρλιάζει και πυρπολεί τα σκηνικά του.
Δεν τιμά τη συνέχεια. Τη σαρκάζει. Δεν χτίζει σύμπαν. Το ανατινάζει.
Αν το πρώτο Gremlins ήταν ειρωνική κριτική στον καπιταλισμό,
το Gremlins 2 είναι εξεγερτικό καρτούν ενάντια στην ίδια τη μηχανή του θεάματος.
Η εκδίκηση του Joe Dante
Του έδωσαν ελευθερία. Τους έδωσε χάος.
Το Gremlins 2 είναι κινηματογραφική χειροβομβίδα ενάντια στο ίδιο το στούντιο που το παρήγαγε.
Ο Dante δεν χτίζει συνέχεια. Φτιάχνει καθρέφτες.
Διαλύει τη δομή. Παίζει με το μέσο. Σπάει τον τέταρτο τοίχο.
Πετάει τον Leonard Maltin μέσα στην ίδια του την ταινία — και τον βασανίζει. Δεν σέβεται καμία σύμβαση. Δεν χαρίζει τίποτα στο κοινό.
Ό,τι το σύστημα ήθελε να αναπαράγει, εκείνος το κατέστρεψε.
Το Gremlins 2 δεν προσπαθεί να συνεχίσει τίποτα.
Προσπαθεί να εκθέσει τα πάντα — τα κενά, την παρακμή, το γελοίο του θεάματος, την απόλυτη αδυναμία του καπιταλισμού να παράγει νέο νόημα.
Σατιρική αποδόμηση της εταιρικής κουλτούρας
Η ταινία διαδραματίζεται σε έναν ουρανοξύστη που είναι ταυτόχρονα τηλεοπτικός σταθμός, εταιρικό κέντρο, εργαστήριο γενετικής και shopping mall. Είναι το τέλειο αποτύπωμα του ύστερου καπιταλιστικού παραλογισμού: ένας κόσμος όπου τα brands έχουν υποκαταστήσει την ανθρώπινη παρουσία.
Δεν υπάρχουν χαρακτήρες με βάθος. Υπάρχουν λογότυπα.
Τα γκρέμλινς δεν καταστρέφουν την πόλη — δεν χρειάζεται.
Καταλαμβάνουν το επίκεντρο της εικόνας, εκεί όπου η ταυτότητα έχει ήδη αντικατασταθεί από εμπορικά σύμβολα.
Το chaos marketing τους τούς καθιστά πιο «επιτυχημένους» από τα ίδια τα αφεντικά. Το χάος τους δεν είναι απειλή για το σύστημα — είναι απλώς άλλη μία μορφή εμπορεύσιμου θεάματος.
Ο μονόλογος για τον Λίνκολν
Η Kate ξεκινά να αφηγείται άλλη μία τραγική ιστορία—αυτή τη φορά για τον Αβραάμ Λίνκολν—και τη διακόπτουν. Η ίδια αφήγηση που κάποτε αποκάλυπτε το τραύμα, τώρα έχει γίνει ανέκδοτο. Η τραγωδία της γυναίκας στην πρώτη ταινία έχει μετατραπεί σε running gag για ένα κοινό που αρνείται να νιώσει. Είναι η απόλυτη ειρωνεία: η αφήγηση του τραύματος ως θέαμα — σαν TikTok πριν υπάρξει TikTok.
Το πολιτισμικό τραύμα δεν επεξεργάζεται από το κοινό.
Απορροφάται από το θέαμα για να καταναλωθεί.
Και αυτό το loop αφήνει πίσω του ένα κοινό:
ανίκανο να δει,
ανίκανο να νιώσει,
ανίκανο να φανταστεί.
Όπως σήμερα, που το πένθος γίνεται meme, ο πόνος viral βίντεο, και κάθε κραυγή για βοήθεια καταλήγει σχολιασμός σε reels. Η πολιτισμική λοβοτομή δεν χρειάζεται λογοκρισία· χρειάζεται μόνο θέαμα.
Η πρόταση του Red Letter Media
Στην πραγματικότητα, το Gremlins 2 δεν έχει ανάγκη από τρίτο μέρος.
Το ίδιο είναι ταυτόχρονα reboot και φινάλε.
Κλείνει τον κύκλο με εκκωφαντική άρνηση — όχι συνέχειας, αλλά επαναληψιμότητας.
Και όμως:
Αν υπήρχε Gremlins 3,
η ιδέα των Gremlins στον Λευκό Οίκο —με τον Clamp Πρόεδρο και τα Gremlins ως σύμβολο της ιδεολογικής κατάρρευσης— θα ήταν η φυσική κατάληξη.
Όχι επειδή θα ήταν αστείο.
Αλλά επειδή πλέον είναι ρεαλιστικό.
Ζούμε σε μια Αμερική (και έναν κόσμο) όπου:
- τηλεοπτικοί δισεκατομμυριούχοι γίνονται Πρόεδροι,
- το χάος τρέφεται από τα ΜΜΕ,
- και η ανακύκλωση πολιτικής & θεάματος είναι το μόνο σενάριο που παίζεται.
Η εικόνα των Gremlins στον Λευκό Οίκο δεν είναι σάτιρα.
Είναι καταγραφή.
Το Gremlins 2 δεν συνεχίστηκε ποτέ.
Όχι επειδή “δεν πουλούσε”.
Αλλά επειδή έσπαγε τον κύκλο.
Δεν μπορούσε να ενσωματωθεί στο franchise χωρίς να ακυρώσει την ίδια του την ουσία.
Και τώρα;
Το Gremlins 3 ετοιμάζεται:
Όχι για να τολμήσει.
Αλλά για να ξαναμαζέψει το χάος μέσα στο recursion.
Για να το κάνει προϊόν.
Αποστειρωμένο.
Καταναλώσιμο.
Ακίνδυνο.
Gremlins 3 — Η αποστείρωση του Χάους
Το «σοβαρό» ως δειλία
Το νέο Gremlins 3 δεν θα συνεχίσει την εξεγερτική γραμμή του Gremlins 2. Αντίθετα, θα επιλέξει «σοβαρό» ύφος — σκοτεινό, «ρεαλιστικό», αποστειρωμένο. Όχι γιατί το απαιτεί η ιστορία. Αλλά γιατί αυτό το ύφος είναι προβλέψιμο, μετρήσιμο, ασφαλές για τον αλγόριθμο των streaming πλατφορμών.
Και γιατί, σε μια Αμερική όπου το πολιτικό και το κοινωνικό χάος έχει ήδη γίνει αναλώσιμο προϊόν για τα media, το «σοβαρό» προσφέρει το αναγκαίο προσωπείο: μια ψευδαίσθηση βαρύτητας που αποκοιμίζει, αντί να αφυπνίζει. Ένα νέο Gremlins χωρίς αναρχία, χωρίς σάτιρα, χωρίς φωνή — απλώς ένα ακόμα κεφάλαιο σε μια λίστα περιεχομένου που πρέπει να γεμίσει.
Εξαγνισμός του χάους για να ευχαριστηθεί ο αλγόριθμος
Το Gremlins 2 ήταν ανεξέλεγκτο — γι’ αυτό και δεν μπορούσε να “ταξινομηθεί”. Το Gremlins 3 θα είναι φιλτραρισμένο, στιλιζαρισμένο, χωρισμένο σε κατηγορίες. Ένα προϊόν φτιαγμένο για να “ταιριάζει” στον αλγόριθμο, και όχι για να τον διαταράξει.
Στην εποχή του «ταιριάσματος» και των ατελείωτων λιστών περιεχομένου, το Gremlins 3 δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση. Πρέπει να “παίζει” αβίαστα δίπλα σε οποιοδήποτε άλλο «family-friendly horror» ή «dark fantasy». Το χάος πρέπει να έχει επεξεργαστεί, αποστειρωθεί και κωδικοποιηθεί σε ετικέτες — ώστε να μπορεί να περάσει απρόσκοπτα μέσα από τα φίλτρα του Netflix, της Disney+, της Amazon. Το χάος πρέπει να είναι safe for content. Και το κοινό; Εκπαιδεύεται σταδιακά να αποδέχεται μόνο τέτοια χάος — αποστειρωμένο, προβλέψιμο, άνευρο.
Πολιτισμική λοβοτομή με προσωπείο νοσταλγίας
Η νέα ταινία δεν θα τολμήσει πολιτική ή μετα-ειρωνική αφήγηση. Θα προβάλλει «επιστροφή στις ρίζες» — που σημαίνει: απονευρωμένο, εύπεπτο θέαμα, χωρίς τις αιχμές του Dante. Η νοσταλγία λειτουργεί σαν προσωπείο, για να καλύψει την πολιτισμική λοβοτομή.
Και αυτή η «επιστροφή» δεν είναι αθώα. Είναι στρατηγική: όσο το παρόν γίνεται αβίωτο, τόσο το σύστημα προσφέρει εξιδανικευμένες εικόνες ενός ανύπαρκτου παρελθόντος. Όχι για να εμπνεύσει, αλλά για να αποπροσανατολίσει. Για να κρατήσει το βλέμμα καθηλωμένο πίσω, όσο μπροστά ανοίγεται το χάος. Το Gremlins 3 δεν έρχεται για να συνεχίσει την ιστορία. Έρχεται για να καλύψει το κενό. Με εικόνες χωρίς ψυχή, για κοινό χωρίς προσδοκίες.
Επανακύκλωση χωρίς ψυχή
Το Gremlins 3 δεν είναι συνέχεια. Είναι βιομηχανική ανακύκλωση. Η αγορά δεν επιθυμεί νέο μύθο, αλλά επαναλαμβανόμενη εικόνα. Κάθε φορά και πιο κενή. Και όσο η εικόνα γίνεται φτωχότερη, τόσο πιο εύκολα επαναχρησιμοποιείται. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η δημιουργία — είναι ο κορεσμός. Ένας φαύλος κύκλος όπου το ίδιο το νόημα λιώνει από την τριβή. Το Gremlins 3 δεν έρχεται για να αφηγηθεί κάτι. Έρχεται για να διατηρήσει σε λειτουργία μια μηχανή περιεχομένου που τρέφεται από την επανάληψη. Και όσο τρέφεται, τόσο περισσότερο νεκρώνει τη φαντασία.
Θέαμα και το Μουδιασμένο Κοινό
Το κοινό ως συνένοχος: άνεση αντί για πρόκληση
Σε έναν κόσμο κορεσμένο από εικόνες, το κοινό έχει μάθει να επιλέγει την άνεση αντί για την πρόκληση. Δεν αναζητά την αφήγηση που ταράζει — αναζητά την ιστορία που επιβεβαιώνει. Όχι γιατί είναι “χαζό”, αλλά γιατί έχει εκπαιδευτεί έτσι. Όταν κάθε κρίση μετατρέπεται σε content, όταν κάθε πολιτικό δράμα σε μίνι σειρά, όταν ακόμα και ο θάνατος γίνεται αισθητικοποιημένος, τότε το κοινό μαθαίνει να καταναλώνει χωρίς να νιώθει. Κι όσο λιγότερο νιώθει, τόσο πιο “ασφαλές” γίνεται το θέαμα. Και τόσο πιο εύκολα συναινεί στο ίδιο του το μουδιασμένο παρόν.
Εξομοίωση του κινδύνου, άρνηση των συνεπειών
Στο σημερινό θέαμα, ο “κίνδυνος” παρουσιάζεται σαν simulation. Ο τρόμος γίνεται jump scare. Η κοινωνική κριτική μεταμφιέζεται σε “edgy” σειρά. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός σε “adult animation”. Το σύστημα δεν φοβάται πια τις ριζικές ιδέες — τις μετατρέπει σε αισθητική. Έτσι, ο θεατής μπορεί να “ζήσει” τον κίνδυνο χωρίς να τον αγγίξει. Μπορεί να καταναλώσει το χάος χωρίς να διακινδυνεύσει τίποτα. Και όσο περισσότερο εκπαιδεύεται σ’ αυτό το ψεύτικο βίωμα, τόσο πιο ανίκανος γίνεται να αναγνωρίσει — ή να αντιμετωπίσει — τον πραγματικό κίνδυνο όταν εμφανιστεί.
Από την κριτική στην καταναλωσιμότητα: πώς η ανατροπή γίνεται προϊόν
Όταν μια πολιτισμική ανατροπή δεν μπορεί να αγνοηθεί, το σύστημα δεν την πολεμά — την ενσωματώνει. Το edgy γίνεται brand. Το underground γίνεται curated playlist. Το ανατρεπτικό γίνεται «influencer-friendly». Αυτό που κάποτε σοκάριζε, τώρα γίνεται φόντο για διαφημίσεις sneakers. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες: κάθε νέα μορφή, κάθε φωνή που ρίχνει ρωγμές, γρήγορα μαζεύεται, επανασυσκευάζεται, μετατρέπεται σε αισθητικό trend. Δεν πουλιέται η ανατροπή. Πουλιέται η εικόνα της. Και το κοινό — εξοικειωμένο πια με αυτή τη διαδικασία — καταναλώνει την “εικονική” ριζοσπαστικότητα σαν άλλο ένα προϊόν. Χωρίς να βλέπει ότι με αυτόν τον τρόπο αφοπλίζεται. Όχι μόνο πολιτικά — αλλά φαντασιακά.
Η Κατάρρευση της Φαντασίας = Η Κατάρρευση του Πολιτισμού
Η μυθοπλασία είναι πρόβα. Αν δεν προβάρεις, δεν χτίζεις μέλλον.
Κάθε πολιτισμός που προχώρησε, πρώτα φαντάστηκε. Η μυθοπλασία είναι το εργαστήριο της φαντασίας — το πεδίο όπου δοκιμάζουμε πιθανότητες, εναλλακτικές, κόσμους που δεν υπάρχουν ακόμα. Όταν δεν παράγονται νέοι μύθοι, δεν γίνεται πρόβα για νέους κόσμους. Και τότε, το μέλλον στενεύει. Γίνεται απλώς προέκταση του παρελθόντος. Όταν η κουλτούρα ανακυκλώνει μόνο το ίδιο, εκπαιδεύει τον νου να μην τολμά να φανταστεί αλλιώς. Το βλέπουμε παντού: ταινίες, σειρές, λογοτεχνία, παιχνίδια — όλα επιστρέφουν σε ασφαλή μονοπάτια. Αλλά χωρίς πρόβα, δεν έρχεται αλλαγή. Χωρίς φαντασία, δεν χτίζεται μέλλον. Μόνο διαχειρίζεται το παρόν.
Χωρίς νέους μύθους, δεν υπάρχουν νέοι κόσμοι. Μόνο loops.
Οι μύθοι δεν είναι διασκέδαση. Είναι χάρτες. Μέσα από αυτούς προβάλλουμε το πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία, το φύλο, την εξουσία, τον θάνατο, την ελπίδα. Αν οι μύθοι σταματούν να ανανεώνονται, τότε η ίδια η συλλογική φαντασία παγιδεύεται σε loops. Ξαναζεί τα ίδια αρχέτυπα, τις ίδιες αφηγήσεις, τις ίδιες αποτυχημένες υποσχέσεις. Και χωρίς νέους μύθους, δεν μπορούμε να φανταστούμε εναλλακτικές μορφές κοινωνίας. Δεν μπορούμε να φανταστούμε έξοδο από την κρίση. Δεν μπορούμε να φανταστούμε καν τον ίδιο τον εαυτό αλλιώς. Έτσι, το σύστημα αυτοσυντηρείται μέσα από την ίδια του την αδράνεια. Μόνο loops. Κι όσο περισσότερο περιστρέφεται, τόσο περισσότερο ζαλίζει τη φαντασία.
Ο τελικός προορισμός δεν είναι ο θάνατος. Είναι η πολιτισμική εντροπία. Κι αυτή δεν κάνει reboot.
Ο πολιτισμός δεν πεθαίνει πάντα με έκρηξη. Πιο συχνά, πεθαίνει από εσωτερική φθορά. Όταν η φαντασία στερεύει, όταν οι μύθοι γίνονται loops, όταν το παρόν αναπαράγει μηχανικά το παρελθόν, τότε δεν έχουμε εξέλιξη — έχουμε εντροπία. Ένα σύστημα που περιστρέφεται άσκοπα, που επαναλαμβάνει σχήματα χωρίς περιεχόμενο. Κι αυτή η εντροπία είναι το αληθινό τέλος. Όχι επειδή το σύστημα σταματά, αλλά επειδή δεν έχει πια τίποτα να πει. Κι όσο περισσότερο φορτώνεται με νέα sequels, νέα spinoffs, νέα “σύμπαντα”, τόσο πιο κενό γίνεται. Μέχρι που το κοινό σταματά να βλέπει. Όχι από κριτική, αλλά από κόπωση. Και τότε δεν υπάρχει reboot. Γιατί δεν υπάρχει πια περιέργεια. Δεν υπάρχει πια επιθυμία. Μόνο σιωπή. Μόνο pixels που δεν αναβοσβήνουν.

Leave a Reply