Εισαγωγή → Η Μέθοδος αυτού του Κειμένου
Το ψωμί που αφυδατώνεται για να αντέξει και οι αλγόριθμοι που «μαθαίνουν» να πείθουν φαίνονται, με την πρώτη ματιά, άσχετες μεταξύ τους τεχνολογίες. Όμως η απόσταση από τη φρυγανιά του πολέμου ως το conversational AI του σήμερα γεφυρώνεται από μία κοινή λογική: κάθε υλικό ή ψηφιακό αντικείμενο που παράγεται μέσα στον ύστερο καπιταλισμό ενσωματώνει μηχανισμούς προπαγάνδας, εμπορικής πειθούς και, τελικά, πειθαρχίας. Μελετώντας αυτά τα αντικείμενα μπορούμε να διαβάσουμε την ίδια τη μετάλλαξη του συστήματος.
Οι φρυγανιές επιλέγονται ως αφετηρία όχι για την περίεργη γευστική τους υφή, αλλά επειδή αποτυπώνουν καθαρά τη μετάβαση από την αγωνιώδη εξασφάλιση θερμίδων στη βιοπολιτική ρύθμιση του σώματος. Στην κατοχική Ελλάδα σώζουν ζωές· στα νοσοκομεία της μεταπολεμικής ανάπτυξης γίνονται σύμβολο «καθαρότητας»· στα περιοδικά των οκτάμπιτων ’80s βαφτίζονται «light» και πειθαρχούν τη σιλουέτα. Σήμερα συνυπάρχουν με μπάρες πρωτεΐνης και trackers υγείας μέσα στο ίδιο ράφι – ένα μνημείο στην εσωτερικευμένη επιτήρηση.
Αντίστοιχα, η τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάζεται ως καινοφανής λύση αλλά λειτουργεί ως επιταχυντής μιας παλιάς μεθόδου: μετατρέπει συλλογικές κρίσεις σε ατομικές «βελτιστοποιήσεις». Ο χρήστης καλείται να προσαρμόσει συμπεριφορά, διάθεση, ακόμα και βιοχημικά του δεδομένα στις υποδείξεις ενός συστήματος που τον αξιολογεί διαρκώς.
Η παρούσα μελέτη οργανώνεται χρονικά σε έξι ενότητες. Κάθε στάδιο φωτίζει την αλλαγή του ίδιου αντικειμένου—της ίδιας καθημερινής χειρονομίας—καθώς ο καπιταλισμός μετατοπίζει το κέντρο βάρους της εξουσίας του: από την ωμή καταστολή, στη μαζική κατανάλωση, στην αυτο-επιτήρηση και, τέλος, στην αλγοριθμικά διαμεσολαβημένη κανονικότητα. Μέθοδος μας είναι η διαλεκτική αντιπαράθεση ιστορικού υλικού, διαφημιστικών αφηγήσεων και σημερινών τεχνολογικών πρακτικών. Στόχος: να αποκαλύψουμε τον συνεχή μεταβολισμό της ιδεολογίας μέσα στα πράγματα και να χαράξουμε δυνατότητες αντίστασης.
Πόλεμος και Επιβίωση → 1940s

Η δεκαετία του 1940 χαράχτηκε από την Κατοχή, τον λιμό και μια καθημερινότητα που περιστρεφόταν γύρω από την άμεση επιβίωση. Η φρυγανιά –το αποξηραμένο ψωμί που αντέχει στον χρόνο– έγινε το ελάχιστο, αλλά κρίσιμο, διατροφικό σημείο αναφοράς. Χωρίς θερμίδες δεν υπήρχε ζωή· χωρίς διάρκεια δεν υπήρχε ασφάλεια.
Στις πόλεις, οι ουρές για ψωμί γίνονταν γρήγορα ουρές για τα σκληρά, ξεραμένα κομμάτια που απέμεναν. Τα νοικοκυριά έφτιαχναν δικά τους ικανά υποκατάστατα: χοντροκομμένες μπουκιές ψωμιού ψήνονταν δεύτερη φορά σε ξυλόφουρνους, μετατρέποντας το εφήμερο καρβέλι σε αποθήκη θερμίδων. Δεν υπήρχε εδώ καμία «ιδέα υγιεινής»· μόνο η ανάγκη να περάσει το επόμενο εικοσιτετράωρο.
Η φρυγανιά λειτούργησε και ως άτυπο νόμισμα. Στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας ανταλλάσσονταν σακουλάκια με ραβδιά φρυγανιάς έναντι λαδιού, σπιτικών φασολιών ή ακόμη και πρόσβασης σε κοινόχρηστους φούρνους. Οι γυναίκες ανέλαβαν κεντρικό ρόλο: διοργάνωναν συλλογικά ψησίματα, μοίραζαν μερίδες στις αυλές, κρατούσαν λογαριασμό ποιος πήρε και ποιος όφειλε. Η αλληλεγγύη ήταν αναγκαστική, αλλά και δημιουργική· μέσα από την ανταλλακτική οικονομία διατηρήθηκαν δεσμοί γειτονιάς που η επίσημη αγορά είχε εγκαταλείψει.
Παράλληλα, οι πρώτοι διδάσκοντες της «λιτής πατριωτικής διατροφής» έκαναν την εμφάνισή τους: φυλλάδια της Εκκλησίας, αλλά και ανακοινώσεις της κατοχικής κυβέρνησης, προέτρεπαν σε «εθνική εγκράτεια» και εξιδανίκευαν τη φρυγανιά ως σύμβολο στωικότητας. Προπαγάνδα σε εμβρυακό στάδιο, η οποία θα ωρίμαζε δεκαετίες αργότερα σε πλήρες marketing.
Τα ημερολόγια της εποχής1 καταγράφουν πόσο «γλυκιά» έμοιαζε μια καλή φρυγανιά βουτηγμένη σε λίγο ζεστό νερό. Αυτό το ταπεινό τρόφιμο σήκωσε στις πλάτες του ολόκληρο πληθυσμό· χωρίς να φέρει ακόμη καμία διαφημιστική υπόσχεση – μόνο το βάρος της επιβίωσης.
Ανασυγκρότηση και Πρώιμο Μάρκετινγκ → 1960s

Η μεταπολεμική Ελλάδα μπήκε στη δεκαετία του ’60 με ένα διπλό πρόταγμα: «ανάπτυξη» και «εκσυγχρονισμός». Η στρατιωτική δικτατορία ντύθηκε το κοστούμι της οικονομικής ανόρθωσης, εισάγοντας στα αστικά κέντρα την αισθητική της κλινικής καθαρότητας. Την ίδια στιγμή, υπό τη βαριά σκιά του Ψυχρού Πολέμου και με την αμερικανική επιτήρηση του Δόγματος Τρούμαν, το μοντέλο ανάπτυξης είχε ανοιχτά ατλαντικό πρόσημο· τα «μοντέρνα» διατροφικά πρότυπα έφταναν συχνά πακέτο με την οικονομική βοήθεια και την ιδεολογική σφραγίδα των ΗΠΑ. Εκεί η φρυγανιά απέκτησε νέο νόημα:
- Νοσοκομειακό σύμβολο υγείας: στους θαλάμους στα λευκά, το αποξηραμένο ψωμί σερβιρίστηκε δίπλα σε νεροζούμι‑σούπες ως «εύπεπτο» και «ασφαλές». Η εικόνα του λευκού κρεβατιού με τη λευκή φρυγανιά παγίωσε στο συλλογικό φαντασιακό την έννοια «καθαρό = υγιεινό».
- Εξαγγελτικός μοντερνισμός: περιοδικά όπως το Ελληνίδα ή το Γυναίκα διαφήμιζαν «ευρωπαϊκές συνήθειες πρωινού», προβάλλοντας καλοφωτισμένες κουζίνες, όπου η φρυγανιά και ο στιγμιαίος καφές αντικαθιστούσαν τον ελληνικό ψωμοτύρι. Το μήνυμα ήταν σαφές: αν θες να δείχνεις πολιτισμένος, άσε πίσω το χωριάτικο καρβέλι.
- Early lifestyle marketing: πρωτοεμφανίστηκαν φυλλάδια εταιρειών άρτου με συνταγές «διαιτητικές» – φρυγανιά με κατίκι και ντομάτα, φρυγανιά με διαίτης μαρμελάδα. Ο τόνος πέρασε από το «τι τρως για να ζήσεις» στο «τι τρως για να παρουσιάζεσαι».
Παράλληλα, επεκτάθηκε το δόγμα της «επιστημονικής διατροφής». Οι γιατροί, συχνά πρόθυμοι προπαγανδιστές του κρατικού στόρι «Σώμα Υγιές – Έθνος Ισχυρό», προωθούσαν την προληπτική δίαιτα: ελαφρύς πρωινός υδατάνθρακας (φρυγανιά) + ζωική πρωτεΐνη το μεσημέρι. Η εικόνα του εθνικά πειθαρχημένου σώματος συντονιζόταν ιδεολογικά με τις επιταγές της χούντας για τάξη και καθαρότητα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα αμερικανικά νοσοκομεία προωθούσαν ήδη standardized trays με ζελέ και toast. Η Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να «ανήκει εις την Δύσιν», αντέγραψε τα εικονογραφημένα πρωτόκολλα διατροφής. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μιμούμασταν αμερικανικά υγιεινολογικά πρότυπα· ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, η υστερική θρησκευτική δίαιτα των Kellogg’s Corn Flakes και των Post Grape‑Nuts είχε λανσαριστεί ως «επιστημονική πρόοδος»2 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, παντρεύοντας θρησκευτική εγκράτεια με βιομηχανική πρωτοτυποποίηση τροφίμων. Η φρυγανιά έγινε έτσι γέφυρα μεταξύ παγκοσμιοποιημένου νοσοκομειακού φαγητού και τοπικών πρακτικών· ένα αντικείμενο που μετέφερε την ιδεολογία της αποστείρωσης και του ελέγχου κατευθείαν στο οικογενειακό τραπέζι.
Το μάρκετινγκ ήταν ακόμη νηπιακό — πιο κοντά σε πρόχειρη εμπορική πειθώ παρά σε μεθοδική προπαγάνδα — κι όμως έθεσε τις πρώτες ράγες για το μετέπειτα wellness αφήγημα: το σώμα δεν τρέφεται απλώς· επιτηρείται, μορφώνεται και προβάλει κοινωνικό status. Η φρυγανιά, σε μόλις μία δεκαετία, μεταλλάχθηκε από πολεμικό απομεινάρι σε σημαία της «ευρωπαϊκής προόδου».
Κουλτούρα Fitness και Καταναλωτικός Εκσυγχρονισμός → 1980s‑1990s

Από τα μέσα του ’80 ως τα τέλη του ’90 — τα περίφημα «Χρυσά Χρόνια ΠΑΣΟΚ» — η Ελλάδα βίωνε μια «ανέμελη» περίοδο πράσινης ευημερίας. Με το σύνθημα «Αλλαγή» να αντισταθμίζει την πολιτισμική κόπωση της μεταπολίτευσης, το δημόσιο χρήμα ρέει, η κατανάλωση γίνεται ταυτότητα και το σώμα μετατρέπεται σε βιτρίνα επιτυχίας. Η αμερικανική κουλτούρα fitness — με σημαιοφόρους τα aerobic βίντεο της Jane Fonda, τις VHS του Richard Simmons και τις σειρές τύπου Body Shaping — διασταυρώνεται με το εγχώριο τηλεοπτικό τοπίο: οι πρωινές εκπομπές γεμίζουν με εμβληματικές ενότητες aerobic υπό την Ελένη Πετρουλάκη, ενώ ο Πέτρος Κωστόπουλος μέσω των περιοδικών ΚΛΙΚ και Nitro λανσάρει το lifestyle του «μοντέρνου άνδρα» που διαμορφώνει κορμί και καταναλώνει εικόνα. Ο κανόνας γίνεται καθολικός: «καθρέφτης, κέντρο ελέγχου, εσύ».
Η φρυγανιά μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι σε δύο επίπεδα:
- Rebranding ως “light” υπερ‑προϊόν: Νέες ετικέτες με πράσινα φύλλα, λογότυπα «Elite Light» ή «Krispy Slim» υπόσχονται «μόλις 18 θερμίδες ανά φέτα». Τα διαφημιστικά της εποχής δείχνουν γυμνασμένα ζευγάρια να τρώνε φρυγανιά με cottage cheese πριν τρέξουν στο πάρκο. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: δεν αρκεί να ζεις – πρέπει να ζυγίζεσαι.
- Διαιτητική ευκολία στο ταπεράκι γραφείου: Ο όγκος του αστικού εργαζόμενου περνά από συσσίτιο σε συσκευασία snack. Σάντουιτς φρυγανιάς με γαλοπούλα και light dressing γίνονται corporate κανονισμός· η πλαστική συσκευασία δείχνει «pro», ο ελάχιστος υδατάνθρακας δείχνει «fit».
Γύρω από τη νέα εικόνα του σώματος στηρίζεται ολόκληρη οικονομία:
- Γυμναστήρια‑club ξεφυτρώνουν σε κάθε γειτονιά· οι συνδρομές πληρώνονται σε δραχμές, συχνά με εύκολα καταναλωτικά δάνεια.
- Περιοδικά διατροφής (Shape, Υγεία & Ποιότητα Ζωής, Men’s Health) γεμίζουν εξώφυλλα με μαγιό, μετρώντας θερμίδες φρυγανιάς στο δεκαδικό.
- Personal trainers και τηλεστάρ προωθούν «ολοκληρωμένα προγράμματα αποτοξίνωσης» βασισμένα σε υποκατάστατα ψωμιού.
Η επιμονή στο «fit self» συνδέεται άρρηκτα με τον ανερχόμενο νεοφιλελεύθερο ατομικισμό: η φυσική σου κατάσταση δεν είναι πλέον κοινωνικό ζήτημα αλλά ηθική υποχρέωση. Όποιος αποτυγχάνει να πειθαρχήσει το σώμα του «δεν προσπαθεί αρκετά». Έτσι, η φρυγανιά μετασχηματίζεται από εργαλείο επιβίωσης σε εργαλείο κοινωνικού διαχωρισμού – φετίχ μιας καλοσχηματισμένης μεσαίας τάξης που τρώει «αέρα» για να μοιάζει «ελαφριά».
Στο background, το Υπουργείο Υγείας προωθεί τις πρώτες ελληνικές καμπάνιες «Πρόληψης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων»· η καμπάνια «Κόβω τα λίπη — Προφυλάσσω την καρδιά μου» (1992) αντιπαρέβαλλε «κακές» λιπαρές τροφές με «καλές» light επιλογές — συχνά προβάλλοντας φρυγανιά αντί για αλλαντικά — και πλαισίωνε την επιλογή προϊόντος ως πατριωτικό καθήκον απέναντι στην υγεία και στα ταμεία. Το μήνυμα γίνεται κανονικότητα: η σωστή επιλογή προϊόντος είναι πατριωτικό καθήκον απέναντι στην υγεία σου και στα ταμεία.
Η δεκαετία κλείνει με τις πιστωτικές κάρτες να παίρνουν φωτιά: οι πρώτες μαζικές δόσεις για εισαγόμενα αθλητικά ρούχα, οι τηλεπωλήσεις «μηχανημάτων γυμναστικής για το σπίτι», τα DVD προγραμμάτων aerobic αντικαθιστούν τις κασέτες. Στο μεταξύ, η φρυγανιά light εγκαθίσταται ως μόνιμο στοιχείο του νεοελληνικού σούπερ μάρκετ. Η φράση «είμαι σε δίαιτα» ακούγεται πια σε open space γραφεία και καφέ, ενώ το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών φουσκώνει επικίνδυνα — όλοι νιώθουν «υγιείς», «μοντέρνοι», «εύποροι», μέχρι τη φούσκα του 1999. Η φρυγανιά, πάλαι ποτέ πολεμική σωτηρία, σφραγίζει τώρα την εποχή του καταναλωτικού εκσυγχρονισμού με τη γεύση της «ενοχής χωρίς θερμίδες», λίγους μόλις μήνες πριν έρθει η πρώτη σοβαρή ρωγμή στο όραμα της αέναης ευημερίας.
Υπερκατανάλωση και Ευημερία → 2000s

Η είσοδος στο ευρώ, τα χαμηλότοκα καταναλωτικά δάνεια και η φούσκα ακινήτων εγκαινιάζουν την πιο φαντασιωσικά «ευρωπαϊκή» δεκαετία της χώρας. Η Ελλάδα παρουσιάζεται ως «ισότιμο μέλος» της ΕΕ, ενώ η τηλεόραση γεμίζει με life coaching, διατροφικές εκπομπές και αναρίθμητα περιοδικά lifestyle.
Η φρυγανιά εγκαθίσταται πλέον ως αυτονόητο στοιχείο του πρωινού «του σύγχρονου ανθρώπου»: συνοδεύει καπουτσίνο σε μαρμάρινα καφέ, φιγουράρει σε brunch menu πλάι σε εισαγόμενες μαρμελάδες. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ λανσάρονται φρυγανιές χωρίς γλουτένη, με προσθήκη βιοτίνης, με «υπερίνες», φρυγανιές χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Το προϊόν έχει γίνει πλέον καθαρό statement τρόπου ζωής.
Η λογική είναι διπλή:
- Είμαστε σύγχρονοι, μοντέρνοι, υγιείς: η τηλεόραση επιβάλλει την εικόνα. Τα πρωινά πάνελ ανταγωνίζονται σε tips διατροφής· οι πρώτοι Έλληνες τηλε-διαιτολόγοι εμφανίζονται στα παράθυρα.
- “Light” ως ηθική αποφόρτιση: ενώ η γενική κατανάλωση εκτοξεύεται, η light φρυγανιά και τα light προϊόντα προσφέρουν στον καταναλωτή το άλλοθι του «ελέγχου».
Η ειρωνεία είναι φανερή: όσο τα αστικά νοικοκυριά γεμίζουν ράφια και ψυγεία, η φρυγανιά μετατρέπεται σε σύμβολο «ελεγχόμενης κατανάλωσης». Εν τω μεταξύ, το περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα της υπερπαραγωγής αυξάνεται: περισσότερες συσκευασίες, περισσότερα εισαγόμενα υλικά, περισσότερες εκπομπές.
Το τέλος της δεκαετίας προμηνύει ήδη την επερχόμενη κρίση: οι πρώτες ρωγμές στο τραπεζικό σύστημα, η αύξηση των προσωπικών δανείων, οι πρώτες συζητήσεις για την «ανισότητα στην πρόσβαση στην ευημερία». Το κυρίαρχο αφήγημα ωστόσο παραμένει αισιόδοξο: οι διαφημίσεις wellness κορυφώνονται λίγο πριν την κατάρρευση του 2008. Οι φρυγανιές, εν τω μεταξύ, έχουν ολοκληρώσει την πορεία τους: από εργαλείο επιβίωσης, έχουν μετατραπεί πλέον σε ξεχωριστή καταναλωτική κατηγορία.
Κρίση και Κουλτούρα Άγχους → 2010s

Μετά το 2009 η ελληνική κοινωνία βουτά σε έναν νέο, παρατεταμένο κύκλο λιτότητας· μνημόνια, περικοπές εισοδημάτων και ανεργία συγκροτούν το υλικό σκηνικό. Το επίσημο αφήγημα όμως δεν μιλά για δομικά αίτια· μιλά για αυτοβελτίωση. «Μπορείς να είσαι υγιής και με λιγότερα» διακηρύσσουν διαφημίσεις, τηλεοπτικά πάνελ και κρατικά δελτία τύπου. Έτσι η κρίση μεταφράζεται σε ατομικό στοίχημα: σώσε τον εαυτό σου – και το κράτος μαζί.
Οι φρυγανιές light, εμβληματικές επί δύο δεκαετίες, παραμένουν στα ράφια αλλά χάνουν την πρωτοκαθεδρία. Τη θέση τους παίρνουν μπάρες πρωτεΐνης, superfoods και functional snacks σε συσκευασίες τσέπης: «έξυπνες» θερμίδες για εργαζόμενους σε διαρκή κίνηση ανάμεσα σε δύο μεροκάματα. Το marketing παρουσιάζει αυτά τα προϊόντα ως οικονομικά, θρεπτικά και—το κυριότερο—εργαλεία αυτορρύθμισης: λίγες μπουκιές για να κρατήσεις υπό έλεγχο το σάκχαρό σου, το άγχος σου, το βάρος σου.
Στην πρώτη φάση της λιτότητας (κυβέρνηση Σαμαρά) ο λόγος περί διατροφής εστιάζει στην ατομική ευθύνη: «Αν επιλέξεις σωστά, δεν θα χάσεις την υγεία σου». Τα εκπαιδευτικά spots του ΕΟΦ μιλούν για «ρουτίνα πρωτεΐνης» και «έξυπνα σνακ». Η οικονομία της κρίσης γίνεται έτσι σχολείο διατροφικής πειθαρχίας.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ (2015–2019) αλλάζει μεν το χρωματισμό· όχι όμως το μήνυμα. Η ρητορική «στήριξε την ελληνική παραγωγή» προωθεί βιολογικές μπάρες δημητριακών, τοπικά energy balls, φακές–σνακ. Η «ανάπτυξη από τα κάτω» πλασάρεται ως δυνατότητα να τραφείς «υγιεινά και αξιοπρεπώς» μέσα στην κρίση. Κράτος και αγορά συγχωνεύονται σε έναν κοινό λόγο: η επιβίωση πρέπει να μοιάζει επιλογή lifestyle.
Στο μεταξύ, η διατροφή γίνεται πεδίο κοινωνικής αξιολόγησης. Όποιος καταφεύγει σε φτηνά αρτοσκευάσματα «δεν προσπαθεί αρκετά»· όποιος αγοράζει μπάρες πρωτεΐνης με βιταμίνες, δηλώνει ανθεκτικότητα. Έτσι, η μετατόπιση από «light & fit» στις «functional & survival» επιλογές ολοκληρώνει το έργο της εσωτερίκευσης της κρίσης: αν αποτυγχάνεις να φροντίσεις τον εαυτό σου, δεν φταίνε οι περικοπές· φταις εσύ — νεοφιλελευθερισμός 101.
Πανδημία, Lockdown και η αρχή της AI → 2020s

Οι συνθήκες της πανδημίας λειτούργησαν ως επιταχυντής: μετατόπισαν την οικονομία των functional & survival τροφίμων σε ένα καθεστώς ψηφιακά μεσολαβημένης αυτο‑φροντίδας.
Τον Μάρτιο του 2020 η καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» απαιτούσε απόλυτη πειθαρχία, ενώ ταυτόχρονα συμβούλευε τους πολίτες «βγείτε για περπάτημα». Η αντίφαση κορυφώθηκε όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης βιντεοσκοπήθηκε να κάνει motocross στην Πάρνηθα, ενώ διμοιρίες ΜΑΤ επιτίθενται σε πολίτες στη Νέα Σμύρνη. Το μήνυμα είναι σαφές: η πειθαρχία αφορά τους πολλούς· η υγεία βαφτίζεται ατομική υπόθεση, η επιτήρηση όμως παραμένει συλλογικό εργαλείο.
Κλεισμένοι στα διαμερίσματα, στραφήκαμε στο φαγητό παρηγοριάς. Οι παραγγελίες delivery εκτοξεύτηκαν, τα social media πλημμύρισαν «ψωμιά καραντίνας» και την ετικέτα #covidkilos. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεπήδησε το αντίβαρο: βίντεο γυμναστικής στο Instagram, οικιακός εξοπλισμός γυμναστικής, μπάρες πρωτεΐνης «για να μη χαλάσεις τη φόρμα σου». Η αγορά πούλησε στην ίδια ανάσα και την παρηγοριά και την ενοχή.
Με το σταδιακό άνοιγμα των γραφείων (2022‑), οι εταιρείες λάνσαραν προγράμματα εταιρικής ευεξίας: εφαρμογές καταγραφής θερμίδων, συνδρομές τηλε‑ψυχοθεραπείας, εφαρμογές ενσυνειδητότητας. Το κόστος μετακυλίεται στον εργαζόμενο — σε χρόνο ή σε δεδομένα. Και εδώ εισέρχεται η τεχνητή νοημοσύνη.
Chatbots εμφανίζονται ως «φίλοι‑θεραπευτές» που εκτελούν αυτοματοποιημένα σενάρια γνωσιακής‑συμπεριφορικής θεραπείας. Wearables αποστέλλουν καρδιακούς παλμούς, βήματα και ύπνο σε πίνακες ελέγχου HR· οι ασφαλιστικές αναπροσαρμόζουν τα ασφάλιστρα βάσει αυτών των ροών. Ο χρήστης καλείται να «συγχρονίσει τον αλγόριθμο»· αν αποτύχει, πληρώνει περισσότερο. Έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος: από το «φάε για να ζήσεις» φθάνουμε στο «ανίχνευσε τον εαυτό σου σε πραγματικό χρόνο».
Ο COVID‑19 δεν δημιούργησε αυτούς τους μηχανισμούς· τους επιτάχυνε. Η AI παρουσιάζεται ως φθηνή, ιδιωτικοποιημένη φροντίδα τη στιγμή που το κράτος υποχωρεί από τη δημόσια πρόνοια. Κι επειδή οι συμβουλές του bot εμφανίζονται ως ουδέτερη αυθεντία, η αλγοριθμική κανονικοποίηση —και ο κοινωνικός έλεγχος— εγκαθίστανται με ελάχιστη αντίσταση.
Με αυτόν τον τρόπο, η τεχνητή νοημοσύνη δεν έρχεται «απ’ έξω» για να θεραπεύσει την κρίση· είναι η λογική συνέχειά της: η ευθύνη μετατοπίζεται από το συλλογικό στο άτομο, τώρα σε επίπεδο δεδομένων. Ο κύκλος που άρχισε με τη φρυγανιά‑σανίδα σωτηρίας της Κατοχής κλείνει εδώ: από το αποξηραμένο ψωμί που έσωζε θερμίδες περνάμε στο αποξηραμένο data‑σνακ που υπόσχεται ψυχολογική ισορροπία. Και καθώς το παρόν κείμενο ολοκληρώνεται μέσα από κυκλική αλληλεπίδραση ανθρώπου‑AI, γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει «εκτός»· μόνο η συνειδητή, διαλεκτική χρήση των ίδιων εργαλείων — φρυγανιά ή αλγόριθμος — ως πράξη αντίστασης.
Συμπέρασμα → Διαλεκτική Ειλικρίνεια

Η τροχιά που ακολουθήσαμε — από τη φρυγανιά της Κατοχής στο chatbot της καραντίνας — φωτίζει μια συνεχή μετατόπιση ευθύνης: από το συλλογικό στο ατομικό. Ο ύστερος καπιταλισμός καλλιεργεί το παράδοξο της «προσωπικής ευθύνης»: σε υποχρεώνει να επιβιώσεις με λιγότερα, ενώ φορτώνει επάνω σου τα διαρθρωτικά ρίσκα του συστήματος. Όπως υπενθυμίζει ο Γιάνης Βαρουφάκης, στο παιχνίδι δανειστή‑οφειλέτη η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο αυτόν που δανείζεται· βαραίνει και εκείνον που δανείζει γνωρίζοντας την αναπόφευκτη κατάρρευση. Με τον ίδιο τρόπο, η επιταγή «φρόντισε τον εαυτό σου» παραβλέπει ότι η αγορά είναι εκείνη που σε ωθεί σε τροφές χαμηλής αξίας ή σε αλγοριθμικά μοντέλα ψευδο‑φροντίδας.
Η κυκλική αλληλεπίδραση ανθρώπου‑AI που παράγει αυτό το ίδιο κείμενο είναι ζωντανή απόδειξη: δεν υπάρχει «κάθαρση» έξω από το σύστημα· υπάρχει μόνο συνειδητή χρήση του για να αποκαλυφθεί ο μηχανισμός. Η συλλογική ανάγκη — τροφή, στέγη, φροντίδα — δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε προσωπικό KPI. Το σώμα, η ψυχή, τα δεδομένα δεν είναι ιδιωτικά projects· είναι σημεία συνάντησης κοινωνικών σχέσεων.
Η αντίσταση αρχίζει με διαύγεια: βλέπουμε τον αλγόριθμο, όπως κάποτε είδαμε τη φρυγανιά, για αυτό που είναι – φορέας εξουσίας. Και, όπως θυμίζει ο Ζίζεκ, «ήδη τρεφόμαστε από τον σκουπιδοτενεκέ της ιδεολογίας». Οι «προσωπικές επιλογές» δεν είναι ουδέτερες· σχεδιάζονται αλλού για να εξυπηρετήσουν αλλότρια συμφέροντα. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ποιο προϊόν θα πάρουμε, αλλά ποιος το στήνει και ποιον τελικά ωφελεί.
Απέναντι σε αυτή τη μηχανική ιδεολογική καθημερινότητα, η μόνη απάντηση είναι Bondcraft — όχι, όχι bondage, εσύ εκεί πίσω που χαμογελάς· Bondcraft.
Τι είναι λοιπόν το Bondcraft; Είναι η τέχνη να στρέφεις τα εργαλεία της κρίσης εναντίον της. Να παίρνεις τη φρυγανιά‑σύμβολο πειθαρχίας και να τη χρησιμοποιείς όταν σε βολεύει, όχι όταν στο υπαγορεύει το διατροφικό trend. Να χειρίζεσαι τον κώδικα και την AI που οι εταιρείες πούλησαν για να σε μετρήσουν ‑‑ έτσι ώστε να μετράς εσύ εκείνους.
- Όταν ανοίγεις ένα chatbot ψυχικής υγείας και, αντί να ακολουθήσεις τυφλά τις οδηγίες του, ξεσκεπάζεις πώς κωδικοποιεί τη λύπη σου σε marketing segment — αυτό είναι Bondcraft.
- Όταν επιλέγεις να φας φρυγανιά γιατί απλώς σε εξυπηρετεί, κι όχι για να περάσεις το τεστ του Instagram body‑positivity — αυτό είναι Bondcraft.
- Όταν γράφεις αυτό το άρθρο μέσα από κυκλική αλληλεπίδραση ανθρώπου‑AI, πλήρως συνειδητός του μηχανισμού — αυτό είναι Bondcraft.
Η Bondcraft δεν είναι lifestyle· δεν είναι another self‑help φιλοσοφία βελτιστοποίησης. Είναι πολιτική στάση: η πρακτική συνειδητής συμπόρευσης με τα εργαλεία της κρίσης, ώστε να σπας τον κύκλο χρέους‑ευθύνης αντί να τον νομιμοποιείς.
Αυτή η πράξη διαλεκτικής ειλικρίνειας — να παίρνεις ό,τι σε δένει και να το δένεις ξανά προς όφελός σου — είναι το πρώτο βήμα για να επαναφέρουμε το συλλογικό στη θέση που του ανήκει.

Leave a Reply