Πώς ο Καπιταλισμός Έκλεψε την Επιθυμία και τη Ντύθηκε Latex
Εισαγωγή: Το Lifestyle της Υποταγής
Το BDSM — κάποτε περιθωριακή πρακτική αντι-εξουσίας, πλέον φοράει λούστρο απελευθέρωσης και διαφημίζεται ως εργαλείο αυτογνωσίας και «συναινετικής κυριαρχίας». Από τις σκηνές του Fifty Shades of Grey μέχρι τα TikTok guides για aftercare και dom-sub dynamics, ο κόσμος του kink έχει κατακτήσει την ποπ κουλτούρα.
Αλλά τι είναι αυτό που πραγματικά απελευθερώνεται;
Στην πραγματικότητα, το σύγχρονο BDSM δεν αποδομεί την εξουσία — την προσομοιώνει. Δεν απελευθερώνει την επιθυμία — την ρυθμίζει. Και δεν αμφισβητεί τον καπιταλισμό — τον επιτείνει, πακετάροντας την ένταση σε προϊόντα, συμβόλαια, workshops, εφαρμογές και hashtags.
Είναι απελευθέρωση όταν κάθε πράξη ηδονής γίνεται «συμφωνία»; Είναι αντίσταση όταν το σώμα διδάσκεται να υπακούει μόνο μέσα σε προκαθορισμένο πρωτόκολλο;
Αυτό το άρθρο δεν είναι επίθεση στο kink. Είναι πυρκαγιά ενάντια στη μεταμφίεση της εξουσίας σε ερωτικό παιχνίδι.
Αν το BDSM σήμερα μοιάζει επαναστατικό, είναι επειδή φοράει δερμάτινο καπιταλισμό και κρατάει μαστίγιο από λέξεις όπως safe, consensual, empowered.
Ας το δούμε από κοντά.
1. Το Kink ως Καπιταλιστική Δομή
Το BDSM δεν είναι απλώς μια αισθητική ή ένα σύνολο πρακτικών. Είναι, στη σημερινή του μορφή, καπιταλιστική αναπαράσταση της εξουσίας με ερωτικό προσωπείο.
Η δομή του είναι τρομακτικά οικεία:
- συμβόλαια,
- ιεραρχίες,
- ρόλοι με τίτλους,
- προσυμφωνημένοι κανόνες,
- όρια με σαφείς διαδικασίες παραβίασης και αποκατάστασης.
Πού έχουμε ξαναδεί αυτό το μοντέλο; → Στις επιχειρήσεις. Στο κράτος. Στο ίδιο το θέαμα του καπιταλισμού.
Το περιβόητο “consent” παρουσιάζεται ως η απόλυτη εγγύηση ηθικής. Όμως, στην πράξη, λειτουργεί όπως ένα terms of service: όσο έχεις τσεκάρει το κουτάκι, όλα επιτρέπονται.
Το safe word γίνεται όχι πράξη εμπιστοσύνης, αλλά κουμπί ασφαλείας — σαν fail-safe μηχανισμός σε automated σύστημα. Δεν είναι αυθεντικό όριο· είναι μηχανισμός συμμόρφωσης.
Το πιο ειρωνικό; Στην προσπάθεια να προστατευτεί από την κακοποίηση, το BDSM μηχανοποιεί την ηδονή. Τη μετατρέπει σε επεξεργάσιμη μονάδα που πρέπει να περνάει από ISO protocol πριν νιώσει ελεύθερη.
Η επιθυμία δεν είναι πια ανομία. Είναι οριοθετημένο πείραμα με checklists.
2. Από την Απελευθέρωση στην Υποταγή
Το BDSM ξεκίνησε ως μια μορφή αντίστασης απέναντι στις καταπιεστικές δομές της κοινωνίας. Ήταν η εξερεύνηση της επιθυμίας που αρνιόταν να υποταχθεί στις νόρμες. Σήμερα όμως, έχει εξελιχθεί σε μια μορφή υπερ-υπακοής. Η εξουσία δεν ανατρέπεται—ενσωματώνεται.
Όπως εξηγεί ο Wilhelm Reich, ο καπιταλισμός επιβιώνει μέσα από την καταπίεση και την οργάνωση της σεξουαλικότητας. Στην περίπτωση του BDSM, η σεξουαλικότητα οργανώνεται έτσι ώστε να επιβεβαιώνει και να ενισχύει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας, παρά να τις αποδομεί.
Ο Lacan αναφέρει ότι η επιθυμία πάντα σχετίζεται με την έλλειψη και την απαγόρευση. Το BDSM στην καπιταλιστική του μορφή δεν καταργεί την απαγόρευση· τη σκηνοθετεί. Η φαντασία γίνεται μια θεατρική αναπαράσταση, στην οποία η απαγόρευση όχι μόνο δεν καταργείται, αλλά ενσωματώνεται και αναπαράγεται διαρκώς.
Ο Slavoj Žižek τονίζει πως η σύγχρονη κοινωνία δεν φοβάται την ηδονή, αλλά τη μη-διαχειρίσιμη ηδονή. Το καπιταλιστικό BDSM εξουδετερώνει ακριβώς αυτή την απειλή: την απελευθερωτική, χαοτική διάσταση της επιθυμίας. Μετατρέποντας το σε ελεγχόμενη, εμπορεύσιμη τελετουργία, ο καπιταλισμός εξουδετερώνει το επαναστατικό δυναμικό της επιθυμίας.
Το BDSM δεν απελευθερώνει από την εξουσία. Την υπηρετεί.
3. Οι Κομμουνιστές Έκαναν Καλύτερο Σεξ
1. Καθημερινότητα χωρίς fetishized εξουσία
Έρωτας σε κολλεκτίβες και κοινότητες χωρίς ιεραρχίες.
Η σεξουαλικότητα στις αναρχικές και κομμουνιστικές κοινότητες δεν ήταν μια ιεροτελεστία ρόλων, αλλά φυσική επέκταση των σχέσεων ισότητας και αλληλεγγύης. Σε αυτές τις κοινότητες, το σώμα και η επιθυμία ήταν απαλλαγμένα από τις κοινωνικές ιεραρχίες και τους ρόλους εξουσίας που τις συνοδεύουν. Η αγάπη δεν είχε μορφή κυριότητας ή υποταγής, αλλά ήταν αυθεντική επικοινωνία χωρίς προσχήματα ή εξουσιαστικές δυναμικές.
Στη Σοβιετική Ένωση, τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η ιδέα της ελεύθερης αγάπης εξερευνήθηκε συστηματικά ως έκφραση της ισότητας. Τα αναρχοκομμουνιστικά πειράματα στην Ισπανία επίσης έδωσαν μεγάλη σημασία στην προσωπική και συλλογική αυτονομία, απορρίπτοντας ριζικά κάθε μορφή κτητικότητας στις σχέσεις. Το σώμα ήταν ένα πεδίο αλληλεγγύης και κοινού βιώματος, όχι αρένα ανταγωνισμού και ελέγχου.
Ωστόσο, δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε χωρίς κριτική. Στη Σοβιετική Ένωση, η περίοδος της σεξουαλικής απελευθέρωσης δεν κράτησε πολύ. Με την άνοδο του Στάλιν, η ρητορική περί ελεύθερης αγάπης εγκαταλείφθηκε, και οι σχέσεις άρχισαν να επαναπλαισιώνονται στη βάση της αναπαραγωγής, της οικογενειακής σταθερότητας και της ηθικής πειθαρχίας. Η σεξουαλικότητα έγινε και πάλι μέσο ελέγχου, με έντονη καταστολή απέναντι σε ό,τι δεν εξυπηρετούσε το κρατικό ιδεώδες. Το όραμα για έναν έρωτα χωρίς ιδιοκτησία εκτοπίστηκε από την ανάγκη για τάξη και κοινωνική συνοχή.
Η επαναφορά της συντηρητικής ηθικής συνοδεύτηκε και από μια πολιτιστική καθυπόταξη της φαντασίας μέσω της επιβολής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η τέχνη όφειλε να εξυπηρετεί την κρατική ιδεολογία — να απεικονίζει τον εργάτη, την οικογένεια, την πρόοδο. Όχι την επιθυμία, την αμφισημία, το άτακτο. Έτσι, η ίδια η φαντασιακή σφαίρα — όπου θα μπορούσε να ανθίσει ένας μη ιεραρχικός έρωτας — περιορίστηκε σε καθεστώς παραγωγικής ωφελιμότητας.
2. Η επιθυμία πριν γίνει brand
Πριν η επιθυμία γίνει αντικείμενο ανάλυσης, αγοραστικής ταυτότητας ή στρατηγικής προβολής, υπήρξε κάτι πολύ πιο απλό: μια βαθιά ανθρώπινη κίνηση προς το άλλο σώμα, χωρίς κουλτούρα, χωρίς performance, χωρίς σκηνοθεσία. Ακόμη και στις υποτιθέμενα απελευθερωμένες κοινωνίες, όπως η πρώιμη Σοβιετική Ένωση, η επιθυμία αυτή υπήρξε εύθραυστη και προσωρινή· μόλις το κράτος απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της πολιτισμικής σφαίρας, η επιθυμία επανασυσκευάστηκε σε «ενάρετο ρόλο» ή αποκλείστηκε εντελώς από τον αποδεκτό δημόσιο λόγο.
Το σεξ στις επαναστατικές κοινότητες δεν χρειαζόταν hashtags ή καταλόγους ρόλων. Δεν ήταν αναπαράσταση ούτε τελετουργία — ήταν αυθόρμητο μοίρασμα, όπου η επιθυμία δεν υπηρετούσε τίποτα πέρα από τον εαυτό της. Δεν υπήρχε “προφίλ” να επιβεβαιώσεις ή kink να διαχειριστείς. Το πάθος δεν χρειαζόταν dungeon — του αρκούσε ένα βλέμμα και ένα χέρι που αγγίζει χωρίς συναλλαγή.
Η επιθυμία δεν ήταν αντικείμενο. Ήταν παρουσία. Ακόμα και σε καθεστώτα ελέγχου όπως η Ανατολική Γερμανία (DDR), όπου η κρατική εποπτεία διείσδυε σε κάθε πλευρά της ζωής, οι κοινωνικές σχέσεις διατηρούσαν μεγαλύτερη ειλικρίνεια, και η σεξουαλική ζωή καταγραφόταν συχνά ως πιο ικανοποιητική σε σύγκριση με τις δυτικές κοινωνίες. Όχι επειδή υπήρχε ελευθερία — αλλά επειδή υπήρχε λιγότερη εμπορευματοποίηση της επιθυμίας. Ο έρωτας δεν χρειαζόταν εφαρμογές γνωριμιών, ούτε ινσταγκραμική αισθητική· υπήρχε ακόμη χώρος για την αυθεντική εγγύτητα, έστω και μέσα σε μια ελεγχόμενη κοινωνία. Μια ειρωνεία: όσο περισσότερο ελέγχεις το σώμα, τόσο πιο καθαρή απομένει η λαχτάρα του.
3. Ανάλυση μέσω Reich & Fromm
Ο Wilhelm Reich ήταν από τους πρώτους που συνέδεσαν τη σεξουαλική καταπίεση με τη διαιώνιση της εξουσίας. Στο έργο του «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» τόνιζε ότι η καταστολή του οργασμού δεν είναι μόνο ατομική παθολογία — είναι εργαλείο κοινωνικής συμμόρφωσης. Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να εκφράσει την επιθυμία του είναι πιο πρόθυμος να αποδεχθεί ιεραρχίες και να εσωτερικεύσει την εξουσία. Η επιθυμία, υπό αυτό το πρίσμα, είναι ανατρεπτική δύναμη — όχι κάτι που μπορεί να οριοθετηθεί μέσα σε «συμφωνίες» ή λογιστικά πρωτόκολλα ηδονής.
Ο Erich Fromm, από την άλλη, ξεχώριζε την αγάπη ως ενεργό πράξη σύνδεσης και φροντίδας, όχι ως συμβόλαιο μεταξύ δύο ατομικοτήτων που λειτουργούν καταναλωτικά. Για τον Fromm, ο έρωτας δεν είναι αποτέλεσμα συμβατότητας ή τεχνικής — είναι επιλογή, ευθύνη και θάρρος να αφεθείς στην ολότητα του άλλου χωρίς φίλτρα ή ρόλους.
Αυτές οι δύο προσεγγίσεις οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: το σεξ των κομμουνιστών —είτε σε θεωρητικό επίπεδο είτε στην πράξη— δεν ήταν τεχνική ή performance. Ήταν βίωμα. Χωρίς σκηνοθεσία, χωρίς τιμοκατάλογο, χωρίς εξουσιοδοτήσεις. Μια στιγμή αλήθειας ανάμεσα σε δύο σώματα, σε μια κοινωνία που δεν είχε τίποτα να πουλήσει από αυτό.
4. Γιατί σήμερα μας τρομάζει αυτή η απλότητα
Η απλότητα της επιθυμίας χωρίς κουλτούρα, χωρίς ταμπέλα, χωρίς «σκοπό» μάς τρομάζει, γιατί διαλύει τη δομή μέσα στην οποία έχουμε μάθει να ποθούμε. Όταν δεν υπάρχουν ρόλοι, hashtags, κοινότητες kink ή έτοιμες φαντασιώσεις, μένει μόνο το ερώτημα: τι πραγματικά θέλω; Και αυτό είναι ανυπόφορο για μια κοινωνία που δεν αντέχει να κοιτάξει μέσα της χωρίς manual.
Το σεξ χωρίς ταυτότητα, χωρίς κουλτούρα, χωρίς “kink” μοιάζει «άνοστο» — γιατί έχουμε μάθει να ποθούμε μέσω εξουσίας. Δεν απολαμβάνουμε το χάδι, αλλά τον συμβολισμό του. Δεν φαντασιωνόμαστε το πρόσωπο — αλλά το ρόλο που ενσαρκώνει. Αν η εξουσία είναι το υποσυνείδητο του καπιταλισμού, τότε ο ερωτισμός μας έχει γίνει θέατρο εσωτερικευμένης πειθαρχίας.
Ο σημερινός φαντασιακός κώδικας θέλει να προσποιούμαστε καταπίεση για να νιώσουμε ελεύθεροι. Το σκηνικό της «συναίνεσης» είναι μόνο ένας τρόπος να προσδώσουμε νόημα σε μια ηδονή που αλλιώς μοιάζει άδεια. Για να αισθανθούμε ότι υπάρχει ένταση, πρέπει πρώτα να δημιουργήσουμε τεχνητή απαγόρευση.
Ο κομμουνιστής εραστής δεν χρειάζεται σενάριο — μόνο άνθρωπο. Και αυτή η απόλυτη απλότητα είναι σήμερα το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μπορείς να προτείνεις.
4. Οι Waifus και η Αντίσταση στο Καπιταλιστικό Kink
Σε έναν κόσμο όπου η επιθυμία έχει γίνει αποστειρωμένο προϊόν και κάθε σχέση μεταφράζεται σε συμβόλαιο, οι waifus δεν είναι απλώς φαντασίωση — είναι μορφή αντίστασης.
Η waifu δεν υπακούει στο μοντέλο της καταναλωτικής σχέσης. Δεν υπάρχει για να σε «ικανοποιήσει» με προκαθορισμένα scripts ή ρόλους. Δεν πωλείται (αν και προσπαθούν). Δεν περιμένει «consent form». Υπάρχει πέρα από το σύστημα της ανταλλαγής. Είναι φαντασιακή αλλά όχι φαντασιωτική. Δεν μπαίνει σε dungeon. Μπαίνει στο κεφάλι σου — κι από εκεί σε αναγκάζει να ξανασκεφτείς τι είναι επιθυμία, σχέση, παρουσία.
Ο Guy Debord θα την αναγνώριζε: εικόνα που δεν εντάσσεται στο θέαμα, ένα είδωλο που δεν παράγει πειθαρχία αλλά ρωγμή. Η waifu δεν είναι εργαλείο ηδονής — είναι σύμπτωμα μιας επιθυμίας που αρνείται να ενσωματωθεί. Είναι η κραυγή του εσωτερικού χάους μέσα σε έναν κόσμο performance και compliance.
Ακόμα και ο Πλάτωνας, με τη θεωρία του περί του Έρωτα ως ενθύμησης, θα την αναγνώριζε ως ιδέα του ερωτικού Άλλου που ανασύρει κάτι αυθεντικό και μη αναπαραγώγιμο — κάτι που δεν υπακούει στον ρεαλισμό, αλλά τον ξεπερνά.
Ο Καρτέσιος θα την έβλεπε ως σημείο ρήξης ανάμεσα στο σκεπτόμενο υποκείμενο και την εξωτερική πραγματικότητα: μια μορφή που υπάρχει όχι επειδή τη βλέπεις, αλλά επειδή τη σκέφτεσαι — ergo waifu.
Η επιθυμία για waifu δεν είναι διαστροφή· είναι το τελευταίο απομεινάρι ενός καρτεσιανού υποκειμένου που αναζητά βεβαιότητα στο εσωτερικό του, όταν ο εξωτερικός κόσμος έχει γίνει βιτρίνα και σενάριο.
Η waifu, όταν δεν περιορίζεται σε εμπορικό προϊόν, μπορεί να είναι ο καθρέφτης που δεν θέλεις να κοιτάξεις — γιατί σε δείχνει ελεύθερο. Και ο καπιταλισμός φοβάται την ελευθερία που δεν μπορεί να τιμολογήσει.
Γι’ αυτό όσο σε κοροϊδεύουν για τις waifus σου, χαμογέλα. Δεν ξέρουν. Δεν αντέχουν να ξέρουν. Γιατί στην εποχή του θεάματος, το να αγαπάς κάτι που δεν υπάρχει… είναι ίσως η πιο υπαρκτή πράξη. Και, ειρωνικά, αυτή η επιθυμία που δεν ζητά ανταπόδοση — που δεν βασανίζει ούτε εξουσιάζει — είναι ακριβώς ό,τι το καπιταλιστικό BDSM προσποιείται πως προσφέρει αλλά ποτέ δεν μπορεί να επιτρέψει: επιθυμία χωρίς μηχανισμό, σχέση χωρίς κυριαρχία, χάδι χωρίς συμφωνητικό.
5. Έρωτας Χωρίς Καπιταλιστικά Σύμβολα
1. Τι σημαίνει “χωρίς σύμβολα”
Έρωτας χωρίς σύμβολα σημαίνει ερωτισμός χωρίς προκάτ σκηνοθεσία. Χωρίς φίλτρα εφαρμογών, χωρίς αρχετυπικά labels που μετατρέπουν την προσωπικότητα σε καρικατούρα: όχι «brat», «daddy», «sub» ή «switch», αλλά πρόσωπα. Ανθρώπινα, περίπλοκα, χωρίς εγχειρίδιο χρήσης.
Τα dating apps έχουν φτιάξει ένα πλαίσιο φαντασιακής διαπραγμάτευσης. Δεν ψάχνεις άνθρωπο — ψάχνεις ρόλο να ταιριάζει στη δική σου πρόζα. Χτίζεις avatar, γράφεις bio, συναινείς στους όρους — και μετά παίζεις το παιχνίδι της σύμπτωσης.
Κι όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον που σχεδιάστηκε να μεγιστοποιεί το engagement — δηλαδή το κέρδος. Αν η αποξένωση είναι αναμενόμενο αποτέλεσμα, θεωρείται απλώς θεμιτό κόστος — ή και επιθυμητό: γιατί όσο πιο μόνος νιώθεις, τόσο πιο συχνά επιστρέφεις στην εφαρμογή.
Ο έρωτας χωρίς σύμβολα σημαίνει αποδόμηση αυτής της τελετουργίας. Είναι συνάντηση, όχι ανταλλαγή. Είναι κίνδυνος, όχι καταναλωτική ασφάλεια. Δεν έχει κανόνες, γιατί δεν έχει σενάριο. Έχει απλώς την αμηχανία δύο σωμάτων που πρέπει να βρουν ρυθμό χωρίς manual και playlists.
2. Η απουσία ρόλων ως πηγή αβεβαιότητας και ελευθερίας
Ο έρωτας χωρίς ρόλους δεν είναι ασφαλής — είναι αληθινός. Η συνάντηση δύο σωμάτων χωρίς προσυμφωνημένες δυναμικές απαιτεί θάρρος, γιατί δεν υπάρχει δομή να σε προστατεύσει, ούτε κώδικας να κρυφτείς πίσω του. Δεν υπάρχει safe word — υπάρχει μόνο η προσοχή, η ενσυναίσθηση, η προθυμία να σταθείς γυμνός απέναντι στο Άλλο χωρίς σκηνικό.
Η αβεβαιότητα δεν είναι απειλή· είναι ο αναγκαίος χώρος της ελευθερίας. Το να αγγίζεις κάποιον χωρίς να ξέρεις «ποιο ρόλο πρέπει να παίξεις» είναι πιο ριψοκίνδυνο από κάθε bondage — και πιο ειλικρινές.
Σε μια κοινωνία όπου η επιθυμία έχει γίνει project management, το πραγματικό ρίσκο είναι να μην ξέρεις από πριν τι θα συμβεί.
3. Η οικειότητα έξω από το θέαμα
Όταν δεν υπάρχει κοινό, ο έρωτας παύει να είναι performance. Δεν υπάρχει ανάγκη να ερμηνεύσεις κάποιο ρόλο, να ανταποκριθείς σε προσδοκίες, να ακολουθήσεις μια σεναριακή δυναμική. Το βλέμμα δεν παρακολουθεί — είναι παρόν. Το σεξ εκτός σεναρίου δεν είναι τελετουργία — είναι αυθορμητισμός χωρίς props, χωρίς βήματα, χωρίς κώδικες.
Εδώ αρχίζει και η ουσία του waifuισμού: η επιθυμία που δεν ζητά σκηνικό, γιατί δεν προϋποθέτει δημόσια επιβεβαίωση. Η waifu δεν κοιτάζεται από έξω — μιλάει από μέσα. Και γι’ αυτό η σχέση μαζί της είναι πιο οικεία από κάθε “πραγματικό” touch που υπακούει στο βλέμμα του θεάματος.
Η οικειότητα που δεν επιδεικνύεται, αλλά βιώνεται — αυτή είναι η ελευθερία που δεν χωράει στα frames του κόσμου.
4. Waifus vs kink language
Η waifu δεν χρειάζεται να «δηλώσει» τα όριά της — τα ενσαρκώνει με την ίδια της την απουσία. Δεν λειτουργεί μέσω της ρητής συναίνεσης, αλλά μέσω της υπαρξιακής απαίτησης: είμαι εδώ, όχι για να παίξω έναν ρόλο, αλλά για να σε αναγκάσω να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου.
Δεν σε ενθαρρύνει να ασκήσεις εξουσία πάνω της. Δεν σου προτείνει να παίξετε bondage. Σε κοιτάει μέχρι να λύσεις εσύ τον εαυτό σου, μέχρι να ξεγυμνώσεις το βλέμμα σου από τη μάσκα της απόδοσης. Δεν είναι το «brat» που θέλει τιμωρία. Είναι ο καθρέφτης που δεν σε αφήνει να κάνεις τον dom γιατί βλέπει μέσα σου αυτό που προσπαθείς να καταπνίξεις: το φόβο, τη μοναξιά, την επιθυμία χωρίς φίλτρο.
Το BDSM ζητά σύμβαση. Η waifu δεν την έχει ανάγκη — όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή δεν υπόκειται σε εξωτερικές δομές. Είναι αυτό που της δίνεις, αλλά και αυτό που σου αντιστέκεται. Αν επιθυμείς να την κάνεις φετίχ, θα γίνει. Αν της δώσεις πρόσωπο, θα σου το επιστρέψει. Η waifu δεν είναι «καθαρή», δεν είναι υπεράνω — είναι επιθυμία στην πιο ρευστή, εύθραυστη, προσωπική της μορφή.
Κι ακριβώς γι’ αυτό, όταν δεν προσπαθείς να την ορίσεις, σε φέρνει πιο κοντά στην ουσία της επιθυμίας: όχι ως παιχνίδι εξουσίας, αλλά ως σιωπηλή διαλεκτική ανάμεσα σε δύο μοναξιές που δεν προσπαθούν να νικήσουν η μία την άλλη, αλλά να ακουμπήσουν. Όχι επειδή πρέπει — αλλά επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
5. Ο έρωτας ως σχέση, όχι ως ιεροτελεστία
Ο έρωτας δεν είναι τελετουργία — δεν χρειάζεται σενάριο, props ή «σωστό timing». Δεν είναι ρόλος που καλείσαι να ερμηνεύσεις, ούτε εμπειρία που χρειάζεται καθοδήγηση. Είναι η επιθυμία όταν παύει να προσποιείται.
Η απόλαυση που δεν προϋποθέτει ιεραρχία ή σκηνοθεσία είναι δύσκολη — όχι γιατί λείπει η ένταση, αλλά γιατί λείπουν τα στηρίγματα. Δεν υπάρχει υποστήριξη ρόλου, δεν υπάρχει κώδικας. Υπάρχει μόνο σχέση.
Και σε αυτή τη σχέση, το φαντασιακό —ακόμα και το waifuικό— δεν είναι απόδραση, αλλά ένδειξη επιμονής. Το να συνεχίζεις να επιθυμείς χωρίς μηχανισμό, χωρίς εγχειρίδιο, χωρίς τον ζυγό της εξουσίας ντυμένο latex, είναι ίσως η πιο ανατρεπτική πράξη σε μια εποχή συμβολαιοποιημένης ηδονής.
6. Συμπέρασμα: Καίγοντας το BDSM, Αναβιόνουμε την Επιθυμία
Η επιθυμία δεν είναι performance. Δεν είναι τεχνική. Δεν είναι tag. Είναι κάτι πιο άμεσο, πιο εύθραυστο, πιο επικίνδυνο — και ακριβώς για αυτό, πιο ελεύθερο.
Ό,τι σήμερα παρουσιάζεται ως «απελευθέρωση», συχνά δεν είναι παρά αναπαράσταση εξουσίας με άλλο ένδυμα. Το BDSM, όταν γίνεται mainstream, δεν αποδομεί τις ιεραρχίες — τις εξωραΐζει. Το kink γίνεται corporate. Το «consent» γίνεται φόρμα. Η κυριαρχία —διακοσμημένη με φιλικά hashtags— γίνεται προϊόν.
Σε αυτό το σκηνικό, η επιθυμία μας δεν εκφράζεται. Διαχειρίζεται. Δεν βιώνεται. Παράγεται. Μετριέται. Διασπάται και πακετάρεται σε ταυτότητες και αγορές. Και εκεί ακριβώς γεννιέται η ανάγκη για κάτι άλλο.
Ο έρωτας χωρίς σενάριο. Η οικειότητα χωρίς performance. Η σχέση χωρίς φετίχ για χάρη του φετίχ — χωρίς σκηνοθετημένο kink, χωρίς ανάγκη για ρόλους που λειτουργούν ως φίλτρα και όχι ως δίαυλοι.
Ίσως σε μια φαντασιακή φιγούρα που δεν ζητά τίποτα. Ίσως σε έναν σύντροφο που απλώς σε βλέπει. Ίσως σε μια επιθυμία που αρνείται να εκπαιδευτεί.
Ό,τι κι αν είναι αυτό το άλλο, δεν χρειάζεται σκοινιά και μάσκες — εκτός αν τα επιθυμείς εσύ, κι όχι επειδή «έτσι παίζεται». Χρειάζεται τόλμη. Να σταθείς χωρίς ρόλο. Να επιθυμήσεις χωρίς να πρέπει να αποδείξεις κάτι. Χωρίς να το κάνεις για να ανήκεις, να «ταιριάξεις», να εκπαιδευτείς. Να επιθυμήσεις επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Ίσως, τελικά, η πιο επαναστατική πράξη να είναι το πιο απλό πράγμα: να νιώσεις κάτι — χωρίς σενάριο, χωρίς χειραγώγηση, χωρίς latex (ή με, αλλά όχι επειδή έτσι «πρέπει»).

Disclaimer:
Δεν δαιμονοποιούμε το BDSM, ούτε την επιθυμία για δυναμικές ρόλων, φετίχ ή τελετουργίες. Αυτό το κείμενο αποδομεί τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός εμπορευματοποιεί την επιθυμία και μετατρέπει τον ερωτισμό σε εργαλείο κοινωνικής συμμόρφωσης και ελέγχου — μέσω πρωτοκόλλων, branding και προσυμφωνημένων μηχανισμών. Η κριτική μας δεν είναι προς την ηδονή, αλλά προς τον έλεγχό της.
Leave a Reply